Αρχική » Blog » ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

by

(Εὐαγγέλιο: Ἰωάν. ἔ’ 1-16)

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει ὅλα τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρτερία κι ἐλπίδα στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στὸν οὐρανό, ἐνῶ στὸν ἄπιστο θὰ μοιάζει μὲ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατί ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δὲν ὑποφέρει· κι ὅταν ὑποφέρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ δυσανασχετεῖ.

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲ γογγύζει ὅταν ὑποφέρει, ἀλλ’ ἐξετάζει τίς αἰτίες μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεό. Ποὺ θὰ βρεῖ τίς αἰτίες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει αὐτὸς ποὺ πάσχει; Θὰ τίς βρεῖ εἴτε μέσα του εἴτε στοὺς γονεῖς του καὶ στοὺς γείτονές του. Ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ὑπόφερε γιὰ τίς δικές του ἁμαρτίες. Ὁ Ροβοὰμ γιὰ τίς ἁμαρτίες τοῦ πατέρα του, τοῦ βασιλιᾶ Σολομῶντα. Οἱ προφῆτες ὑπόφεραν γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν συμπατριωτῶν τους.

Ἄν αὐτὸς ποὺ πάσχει ἔψαχνε διεξοδικότερα καὶ βαθύτερα τίς αἰτίες τῶν βασάνων του, ποὺ θὰ τίς ἔβρισκε; Σίγουρα θὰ τίς συναντοῦσε στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πρός το Θεὸ ἢ σὲ κάποιο σκοτεινὸ καὶ κακὸ πνεῦμα, σ’ ἕνα μαῦρο σκοτάδι χωρὶς φὼς ἢ στὴ στοργικὴ καὶ θεραπευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ βρεῖ τίς αἰτίες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει ἐκεῖνος ποὺ ψάχνει διεξοδικότερα καὶ βαθύτερα. Ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ὑπόφεραν ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία τοὺς στὸ Θεὸ καὶ δίκαιος Ἰὼβ ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ καὶ κακὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας: ὁ τυφλὸς νέος ἄνθρωπος, ποὺ ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ δική του αἰώνια ἀνταπόδοση.

Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ νὰ ἀναζητήσει τίς αἰτίες ποὺ τὸν βασανίζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος θυμᾷται ὅλες τίς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ἀπὸ παιδί. Τίς θυμᾷται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περιμένει νὰ πληρώσει γι’ αὐτές. Ἔτσι ὅταν τὸν βροὺν βάσανα, εἴτε αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τοὺς φίλους ἢ τοὺς ἐχθρούς του, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἢ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ γνωρίσει τίς αἰτίες, γιατί τίς ἀναζητεῖ μέσα του. Ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἐπιλήσμων, ξεχνᾷ ὅλες τίς ἀδικίες του. Κι ὅταν συναντήσει δυσκολίες ὀργίζεται πολὺ καὶ ρωτάει μὲ κατάπληξη: Γιατί ἐγὼ νὰ ἔχω πονοκέφαλο, γιατί ἐγὼ νὰ χάνω ὅλα τὰ λεφτά μου, γιατί τὰ δικά μου παιδιὰ νὰ πεθαίνουν; Καὶ μὲ τὴν ἀνοησία καὶ τὸ μένος ποὺ τὸν δέρνουν, δαχτυλοδείχνει κάθε ὕπαρξη στὴ γῆ ἢ στὸν οὐρανό. Ὅλοι τους εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ βάσανά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του – τὸν μόνο πραγματικὰ ὑπεύθυνο.

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπωφελεῖται ἀπ’ ὅλα τὰ βάσανά του, γνωρίζοντας πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ δική του ὠφέλεια. Μὲ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν ἄνθρωπο βάσανα γιὰ τίς ἁμαρτίες του. Μὲ τὸ ἔλεός Του το κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τὴ δικαιοσύνη Του. “Ἄν ἐνεργοῦσε μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θά ‘φερνε θάνατο, ὅπως λέει κι ὁ ἀπόστολος: «Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα αποκύει θάνατον» (Ἰακ. ἅ’ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιὰ θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ’ ἀπὸ τὰ βάσανα. Τὰ βάσανα εἶναι ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πῶς τὰ βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς τὰ βάσανα δὲν εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικὸ κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακὰ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὸ κακό. Ὅσο πιὸ ἄρρωστος πνευματικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ τοῦ δίνει ὁ γιατρός.

Μερικὲς φορὲς ὁ ἄρρωστος νομίζει πῶς τὸ φάρμακο εἶναι χειρότερο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ βάσανα εἶναι βαρύτερα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπάτη, μιὰ πολὺ μεγάλη αὐταπάτη. Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο βάσανο τόσο σκληρὸ καὶ τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ βάσανα ποὺ ὑποφέρουν ἄνθρωποι καὶ λαοὶ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἡ πλούσια θεραπεία ποὺ παρέχει σὲ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀναπόφευκτα τὴν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἂν τὸ ἔλεος τοῦ Θεου δὲν ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιὰ νὰ συνεφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατί ἡ θεραπεία ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν πειρασμό, προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.

Ἴσως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾷται τὰ βάσανα ἐπειδὴ φοβᾷται το θάνατο. Μποροῦν τὰ βάσανα ν’ ἀπομακρύνουν το θάνατο;» Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στὸ θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἢ τὸ φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τὸ φάρμακο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν δὲν εἶναι τὰ βάσανα ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ στὸ θάνατο ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ποὺ φέρνει τὴν ἀρρώστια στὸν ἄνθρωπο καί το θάνατο στὴν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτὸς σπόρος, ποὺ ἂν δὲν ξερριζωθεὶ ἔγκαιρα μὲ τὰ βάσανα καὶ δὲν καεῖ μὲ τὸ πὺρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ’ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ καλύψει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.

Εἶναι σαφὲς λοιπὸν πῶς τὸν πόνο πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίσεις μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεό, μὲ εὐχαριστία, μὲ χαρά. «Ὅσας ἔδειξὰς μοὶ θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς, λέει ὁ προφήτης Δαβὶδ στὸ Θεό, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς μέ, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές μέ… ψαλῶ σοὶ ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοί, καὶ ἡ ψυχή μου, ἢν ἔλυτρώσω» (Ψαλμ. ὁ’ 20-23). “Ὁ ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθὸ κοινωνεῖτε τους τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α Πετρ. δ’ 13). Αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει νὰ χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα. Κι αὐτὸ γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιὰ καινὴ ζωή, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα καὶ γύρῳ μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθαινε στὴν ἐξορία, βασανισμένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ ψέλισε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στὸν πόνο. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου ποὺ ἦταν παράλυτος γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ δυὸ μεγάλα μυστήρια. Τὸ πρῶτο εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στὸν ἴδιο, στὴν ἁμαρτία του. Τὸ δεύτερο εἶναι πῶς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. ε’ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφτηκαν γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκή Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἀνέβῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἐβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα» (Ἰωάν. ἔ’ 1,2). Πρὶν πάει στὰ Ἱεροσόλυμα o Κύριος βρισκόταν στὴ Γαλιλαία. Στὴν ἁγία πόλη πῆγε γιὰ τὴ γιορτή. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συμπεράνουμε ποιά ἦταν ἡ γιορτὴ αὐτή. Ἦταν τὸ Πάσχα, ἡ Πεντηκοστὴ ἢ ἡ γιορτὴ τοῦ Καθαρισμοῦ; Δὲ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο ὅμως νὰ γνωρίζουμε. Ἄν ἦταν κάτι οὐσιαστικό, ὁ εὐαγγελιστὴς θὰ τὸ εἶχε ξεκαθαρίσει.

Η Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἢ Βηθεσδά, πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ. ἅ’ 1, 32), ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ προορίζονταν γιὰ θυσία, γιὰ νὰ τὰ πλύνουν πρῶτα στὴν κολυμβήθρα. Ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ ὑπάρχει ἀκόμα στὴν Ἱερουσαλήμ, ἂν καὶ ἐρειπωμένη καὶ δὲ χρησιμοποιεῖται πιά. Τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐαγγελιστῆ ὅμως ἡ κολυμβήθρα ἦταν σὲ χρήση, γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ ἐνεστώτα χρόνο: ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα.

Γύρω ἀπὸ την κολυμβήθρα ὑπῆρχαν πέντε στεγασμένοι χῶροι, γιὰ νὰ φιλοξενοῦν τοὺς πολλοὺς ἄρρωστους ἀνθρώπους ποὺ κατέφευγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. «’Ἐν ταύταις κατέχει τὸ πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ ο οὔν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ὦ δήποτε κατείχετο νοσήματα» Ἰωάν. ἔ’ 3-4). Σ’ αὐτὸν τὸν περίεργο τόπο μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἄνθρωποι ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες, γιὰ νὰ βροῦν τὴ θεραπεία ποῦ μάταια εἶχαν ἀναζητήσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὲ ἄλλους τόπους. Τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀπὸ μόνο του θεραπευτικὲς ἰδιότητες. Ἦταν ἁπλὸ φυσικὸ νερὸ μὲ μίγματα μεταλλικά. Ἡ θεραπευτικὴ ἰδιότητά του ἦταν θεϊκή, προερχόταν ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τίς θεραπευτικὲς αὐτὲς ἰδιότητες τίς ἀποκτοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, μόνο ὅταν μὲ τὴ θεία πρόνοια ἄγγελος τοῦ Θεοῦ κατέβαινε καὶ τάραζε τὸ νερό.

Τί περίεργη, τί δραματικὴ σκηνή! Φανταστεῖτε τοὺς χώρους στὶς πέντε στοὲς νὰ κατακλύζονται ἀπὸ τοὺς πιό ἀπελπισμένους καὶ πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ παντοῦ! Φανταστεῖτε πέντε χώρους γεμάτους πόνο, θλίψη, δάκρυα καὶ διαγκωνισμούς. Γύρῳ,Γύρω τους ὑπῆρχε μιὰ πόλη γεμάτη κόσμο ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν ἄνεση, κυνηγοῦσε τὸν πλοῦτο κι ἀγωνιζόταν νὰ ἀποκτήσει δόξα, τιμὲς καὶ ἐξουσία, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ τόσο μὲ τὸ σῶμα ὅσο καὶ μὲ τὴν ψυχή τους ἦταν σὰ νά ‘παιζαν κωμωδία. Ἐδῶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου ποὺ ἦταν κοντὰ κι ὁ μοναδικὸς τόπος ὅπου ἦταν ὅλα τὰ μάτια γυρισμένα: τὸ νερό. Κι ὁ μοναδικὸς ποὺ περίμεναν: ὁ ἄγγελος. Μία καὶ μοναδικὴ ἡ ἐπιθυμία τους: νὰ θεραπευτοῦν.

Τί ἀξία ἔχει ἡ ὑγεία γιά σας, θὰ τοὺς ρωτοῦσε κανείς. Μήπως γιὰ χάρη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς κωμωδίας, ψυχικῆς καὶ σωματικῆς, ποὺ παίζεται γύρῳ,γύρω σας; Δὲν εἶναι ἀρκετὴ αὐτὴ ποὺ παίζεται παντοῦ, χωρὶς τὴ δική σας συμμετοχή; Ἢ μήπως γιὰ νὰ ὑπηρετήσετε τὸ Θεό; Μὰ δὲν ὑπηρετοῦν το Θεὸ ἐκεῖνοι ποὺ ὑπομένουν τὰ πάντα γιὰ χάρη Του μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα; Ἢ μήπως ἀναζητεῖτε τὴν ὑγεία μόνο γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ μόνο γιὰ τὴ ζωή; Μά ο σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα. “Ὅταν ὁ Θεός σας ἔστειλε στὸν κόσμο αὐτόν, τό ‘κανε γιὰ κάποιο σκοπό. “Ὅταν σᾶς ἔδωσε τὴν ὑγεία, εἶχε κάποιο σκοπό. Λέει ὁ Ἰώβ: «Οὐχὶ πειρατήριόν ἔστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;» (Ἰὼβ ζ’ 1). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ πρέπει νὰ ἐκπαιδεύεται γιὰ νὰ μάχεται καὶ νὰ νικᾷ. Ἄν εἶναι μισθοφόρος, περιμένει την ἀμοιβή του ὅταν τελειώσει ἡ ὑπηρεσία του. Ζωὴ ὅμως γιὰ χάρη τῆς ζωῆς, ἐπίγεια ζωὴ γιὰ χάρη τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς ὑγείας, σημαίνουν ζωὴ ἄσκοπη καὶ ὑγεία ἄσκοπη. Στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ ζωὴ καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς κωμωδίας τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ εἶναι σὰν δίκοπο μαχαίρι ποὺ μπήγεται στὸ στομάχι.

Πέντε στοὲς γεμᾶτες μὲ ἀνάπηρους: τί περίεργος χῶρος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στὸ Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανὴ εἰκόνα! Τί παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστασης ὅπου δαπανοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ ν’ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νὰ μαζέψουν ἁμαρτία.

Οἱ πέντε στοὲς στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πῶς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας ποὺ κείτεται θαμμένη στὰ ἐρείπια τῆς ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πῶς αὐτὴ εἶναι μιὰ μεμονωμένη ἱστορία, πῶς βρίσκεται μακριὰ ἀπό σας καὶ πῶς δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὴ δική σας ζωή. Δὲν ἔχει ὑποπέσει στὶς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψῃ, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι , πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες; Ἄχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα ποὺ σώζει ἕνα ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἕνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τὴ μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα καὶ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Του ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἄδειασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά… καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰ’ 3,4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.

«Ἦν δὲ τίς ἄνθρωπος ἔχει τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ: θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθῃ αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ μὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἕν ὼ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωάν. ἔ’ 5-7). “Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιός τὸν ζητοῦσε, ποιός τὸν εἶχε ἀνάγκη. Δὲν πέρασε τυχαῖα ἀπὸ τὴ λίμνη γιὰ νὰ πάει στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, γιὰ παράδειγμα, ὅπως ἴσως νόμιζαν οἱ σύντροφοί Του. Ἐκεῖνος γνώριζε πῶς ἐκεῖ βρίσκονταν δυὸ ἄνθρωποι δαιμονισμένοι ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Οὔτε βρέθηκε τυχαῖα στὴν πόλη τῆς Ναΐν τὴν ὥρα ποὺ μετέφεραν τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χώρας. Ἐκεῖνος προγνώριζε πῶς ἐκεῖ τὸν περίμενε ἕνα μεγάλο ἔργο, σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο κι ἐκείνη τὴν ὥρα. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲ βρέθηκε τυχαῖα στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή, ὅποια κι ἂν ἦταν αὐτή, οὔτε καὶ βρέθηκε πάλι ἀπὸ τύχη ἢ ἀπὸ περιέργεια στὸ χῶρο τῶν πέντε στοῶν, στὸ χῶρο τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης. “Ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὴν ἀκριβῆ προόρασή Του γιὰ τὸν τόπο καί το χρόνο. Εἶναι φανερὸ πῶς στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦρθε γιὰ τὴ γιορτή, ὅπως νόμιζαν οἱ μαθητές Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ προσφέρει.

Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ πολὺ ἄρρωστος. Μιὰ ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες, στοὺς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ μιὰ ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴ δική μας στάση, ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὧρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δὲν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιὰ ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιὰ ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος. Ἄν τὸν χρόνο αὐτὸν τῶν τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν τὸν πολλαπλασιάσεις τοὐλάχιστον, θὰ πλησιάσεις περίπου το χρόνο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὑγιής, κινητικός, δημιουργικὸς καὶ χαρούμενος. Ὁ παραλυτικὸς εἶχε ζήσει τόσο ὅσο ζεῖ ο ὑγιὴς ἄνθρωπος, γιὰ ἕναν αἰῶνα, καὶ μάλιστα κατάκοιτος, στὸ κρεβάτι του. ‘Ἀντὶ νὰ τὸν κυνηγάει ὁ χρόνος, τὸν κυνηγοῦσε αὐτός, τὸν ἔσπρωχνε.

Τί ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τί ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιὰ νὰ συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τί σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στὴ θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπόφερε τόσο πολὺ γιὰ τίς ἁμαρτίες του, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στὸ νοῦ μας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες – στὶς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστανται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ ζωὴ κι ἀναχωροῦν γιὰ τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.

«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ρώτησε ὁ μοναδικὸς Φίλος ποὺ ἔσκυψε ποτὲ κοντά του, στὸ κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανέναν στὸν κόσμο ὁλόκληρο νὰ μὲ λυπηθεῖ καὶ νὰ μὲ βάλει στὸ νερὸ τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνει τὴ θεραπευτικὴ δύναμη. Τὴν ὥρα ποὺ προσπαθῶ νὰ συρθῶ στὸ νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νὰ ξανακάνω τὴν ἴδια ἐπώδυνη προσπάθεια γιὰ νὰ γυρίσω στὸ κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Δὲν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.

Ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ώς τους πλούσιους καὶ δυνατούς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιὰ ν’ ἁπλώσει τὸ χέρι του καὶ νά σε βοηθήσει γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς του; Δὲν μποροῦσε τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νά σε βοηθήσει; Ὄχι, οὔτε ἕνας. Ἔπρεπε νά ‘ρθεὶ κάποιος Ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, νὰ κάνει ἕνα τριήμερο καὶ κουραστικὸ ταξίδι, τὴν ὥρα ποὺ πολλοὶ ἄνεργοι καὶ χασομέρηδες γυρνοῦν ἀνέμελα στὴν πόλη μέρα νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου; Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς! Δές το ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲ βρέθηκε κανένας τοὺς νὰ ἔρθει ἢ ἔστω νὰ στείλει κάποιον γιὰ νά σε βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στὸ ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή. Κανένας τους ὅμως δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕναν πονεμένο καὶ ἥσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ Σάββατο. Χιλιάδες χιλιάδων ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν μόνο γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ Σάββατο, ὅπως οἱ πατέρες του προσκύνησαν τὴ χρυσῆ ἀγελάδα στὴν ἔρημο. Χιλιάδες χιλιάδων Ἰουδαῖοι, μὰ ἐγὼ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω.

Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος – ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπό τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δὲν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ὼς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴ γιορτή, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου. Ἠρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νὰ καταγγείλει τὴ φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἑνὸς λαοῦ ποὺ τὰ αἰσθητήριά του ἔχουν αμβλυνθεί. Ὁ Ἄνθρωπος ἦρθε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει» (Ἰωάν. ἔ’ 8-9). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ προφανῶς γιὰ πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νά ‘ρχεται καὶ νὰ ταράζει τὸ νερὸ στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα. Γιατί ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσῳ οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπό το Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους Του. Τώρα ποὺ ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στὰ παιδιά του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τίς δωρεές Του.

Ἴσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔκανε στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τὴ συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δὲν ἐρεύνησε νὰ δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δὲν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲν πιστεύει μόνο στὴ θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ κάποιο τρόπο πιστεύει καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο. Δὲν εἶπε, «Ναί, Κύριε, θέλω νὰ γίνω καλά, μὰ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Θὰ πρέπει μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ νὰ θυμηθοῦμε πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους καὶ κωφάλαλους, χωρὶς νὰ τοὺς ρωτήσει γιὰ τὴν πίστη τους. Τοὺς θεράπευσε ἁπλᾶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι καὶ στὴ Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιὰ τόσο μακρὺ διάστημα, σ’ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκοπό: γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ συνάνθρωπό τους νὰ ὑποφέρει καὶ δὲν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νὰ δείξει πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ Σάββατο, πῶς ἡ ἀγάπη ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μοναδικὴ σφραγῖδα τοῦ τρόπου ποὺ ἐνεργεῖ ο Θεός: νὰ στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα.

«Ἢν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τὴν ἡμέρα. ἔλεγον οὔν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ: Σάββατόν ἔστιν οὐκ ἔξεστί σοὶ ἆραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. ἔ’ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! ‘Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποῦ ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανά ‘γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ τὸν συγχαροῦν ποὺ ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νὰ ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νὰ τοὺς καλέσουν ὅλους γιὰ νὰ δοξάσουν τὸ ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ όλ’ αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στοὺς ὤμους του τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στὸ σπίτι του. Ἄν μπροστὰ στὰ μάτια τους εἶχε ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρὸς ἄνθρωπος ἤμέρα Σάββατο, δὲ θὰ εἶχαν θαυμάσει γιὰ τὴν ἀνάστασή του ἀλλὰ θὰ τὸν ρωτοῦσαν: «Γιατί εἶσαι σκονισμένος καὶ λερωμένος σήμερα, ποὺ εἶναι Σάββατο;»

«Ἀπεκρίθῃ αὐτοῖς: ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖνος μοῦ εἶπεν ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὔν αὐτόν· τίς ἔστιν ὁ ἄνθρωπος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κράβαττόν σοὶ καὶ περιπάτει;» (Ἰωάν. ἔ’ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ Σάββατο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύτηκε μιλάει πρώτη φορὰ γιὰ τὴ θεραπεία του, τὴν ὁμολογεῖ ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα, καὶ δεύτερο γιὰ τὸ κρεβάτι ποὺ κουβαλάει στοὺς ὤμους του. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐνδιαφέρονται καθόλου γιὰ τὴ θεραπεία του, γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή του ποὺ ἄλλαξε. Ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν ἀπάντησή του, θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν ρωτήσουν μετά : «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σὲ θεράπευσε;» Mὰ ὄχι. Ἐκεῖνο ποὺ ρωτοῦν εἶναι τὸ ἄλλο, τὸ δευτερεῦον καὶ συμπτωματικό: Τίς ἔστιν ὁ ἄνθρωπος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κράβαττόν σοὶ καὶ περιπάτει;

Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στὴ γῆ ποὺ ἐξέθρεψε τὸ Μωυση, τὸν Ἠσαΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μιὰ σαββατoλατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μιὰ ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θεᾶς ποὺ ὀνομάζεται «Σάββατο»!

«Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ἤδει τίς ἔστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἔξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν.ε’13).Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι του τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τὴ ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τὴ θαυματουργική του δύναμη. Παρ’ όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτῆ του ἢ νὰ τοὺς πεὶ ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μέ το ποὺ πραγματοποίησε τὴ θεραπεία χάθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νὰ καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ γλιτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. ἔ’ 41). Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴ τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιὰ νὰ δώσει παράδειγμα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγόμαστε χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλά του ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ τὰ καλά μας ἔργα, ν’ ἀποφεύγουμε νὰ προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἤ το φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλό του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυὸ κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸ φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους.

«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ ἴδε ὑγιὴς γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ἐ14). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαῖρα, στὴν πνευματική του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νὰ πάψει ν’ ἁμαρτάνει. Ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται.

Δὲν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώσῃ αὐτή. Ξέρουμε πῶς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πῶς ἡ ἁμαρτία μας ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Γνωρίζουμε πῶς κάθε ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται. Τώρα ὁ Θεός σου ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σοῦ συχωρέθηκε. Μὴν ἐξακολουθεῖς νὰ πειράζεις το Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατί τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τὴ δικαιοκρισία Του. “Ἄν κατόρθωσες νὰ δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μιὰ ἀνεπαρκῆ γνώση γιὰ τὴ δύναμή του, μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε δὲ θὰ μπορέσεις νὰ βρεῖς δικαιολογία.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιὰ μιὰ φορὰ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δὲν πρέπει νὰ ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεὶ κάτι χειρότερο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς λύτρωσε ὁ Θεός.

«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τους Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἔστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν. ἐ15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στοὺς Ἰουδαίους πῶς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ρωτήσανε γιὰ τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πῶς ἦταν καλὸ νὰ τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιωσε πῶς τὸ ὄφειλε αὐτὸ στὸν εὐεργέτη του, ἔπρεπε νὰ γνωρίσει τὸ ὄνομά του στοὺς ἄλλους, νὰ τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ρώτησαν. Βρισκόταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του τριάντα ὀκτὼ χρόνια. Τὸ μόνο ποὺ σκεφτόταν όλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ἦταν οἱ πόνοι του. Οὔτε νὰ φανταστεῖ δὲν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιές ἐκείνων ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πῶς ἐκεῖνοι δὲ ρωτοῦσαν γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;

Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ποῦ τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτῆ του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου. Σ’ αὐτὲς τίς περίεργες στιγμές, ἐκεῖνος ἴσως δὲν καταλάβαινε τὴ διαφορὰ τοῦ τρόπου ποὺ σκέφτονταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτὸς κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θαῦμα τοὺς μεταδίδει τὴ δική του ἐκδοχή, τίς μεγάλες καὶ εὐχαριστήριες σκέψεις γιὰ τὴν ἐπίσκεψη ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παρατηρήσει τὴ στενομυαλιὰ καὶ τίς πονηρὲς διαθέσεις τους, ποὺ κρύβονταν ὅπως τὰ φίδια κάτω ἀπὸ τὰ φυλλώματα. Ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεσή του ἦταν νὰ δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτη του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νὰ τὸν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν. ἔ’ 16). Γιατί ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ πρόσεξε το δυστυχῆ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τίς παγίδες καὶ τίς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισε πῶς ἦρθε ἡ ὥρα νὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιὰ νὰ δείξει τὴ μεγαλοσύνη Του μὲ τὴν ταπείνωσή Τοῦ, νὰ νικήσει το θάνατο μὲ τὸ θάνατό Του. Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἢ τιμὴ κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

You may also like

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE
elGreek
-
00:00
00:00
Update Required Flash plugin
-
00:00
00:00