Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
κ΄ 19 – 31
Πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὴ μητέρα καὶ τὸ παιδί! Ἐδῶ ἔχουμε ἀγάπη καὶ θυσία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, πίστη καὶ ὑπακοὴ ἀπό τὴν ἄλλη. Ἔχει τὸ παιδὶ ἄλλο δρόμο πρὸς τὴν εὐτυχία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστη πρὸς τὴ μητέρα του καὶ τὴν ὑπακοὴ σ’ αὐτήν; Ὑπάρχει πιὸ τερατῶδες πρᾶγμα ἀπὸ τὸ παιδὶ ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὴ μητέρα του καὶ δὲν τὴν ὑπακούει;
Ἡ πίστη εἶναι ὁ πιὸ ἁγνὸς καὶ καθαρὸς δρόμος πρὸς τὴ γνώση. Ὅποιος ξεφεύγει ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτὸ ἐκχυδαΐζεται, μιαίνεται.
Ἡ πίστη εἶναι ὁ συντομότερος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση. Ὅποιος ξεστρατίζει ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτό, χρονοτριβεὶ καὶ βραδυπορεῖ στὸν προορισμό του.
Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ καθοδήγηση. Ὅπου λείπει ἡ πίστη, ἡ συμβουλὴ εἶναι ἀνίσχυρη.
Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ διάλογος. Ὅπου ἀπουσιάζει ἡ πίστη, ἀπουσιάζει κι ὁ διάλογος. Τὴ θέση τοῦ διαλόγου τότε παίρνει ἡ ἀμφιβολία κι ὁ πειρασμός.
Ὁ ξένος δὲν ἐμπιστεύεται ἕναν ἄλλο ξένο. Ὁ συγγενὴς ὅμως ἐμπιστεύεται το συγγενῆ του. Ὅταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ ξένους δημιουργηθεῖ ἐμπιστοσύνη, τότε συγγενεύουν μεταξύ τους. Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνάμεσα σὲ συγγενεῖς χαθεῖ, τότε οἱ συγγενεῖς θὰ γίνουν ξένοι μεταξύ τους.
Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ ὁ νοικοκύρης ὅταν ἔχει βάλει στὸν ἴδιο χῶρο ἕνα λύκο μ’ ἕνα πρόβατο; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰρηνέψει καὶ νὰ γαληνέψει ἕνας ἄνθρωπος, ἂν στὴν ψυχή του μπῆκε ἡ ἀμφιβολία κι ἔχει κλονιστεῖ ἡ πίστη του;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀμφιβάλλει γιά το γείτονά του, τότε ἡ ψυχή του αἰσθάνεται δυνατὴ καὶ εἰρηνική, τὸ πρόσωπό του εἶναι γαλήνιο.
Τί θλιβερὸ θέαμα εἶναι νὰ βλέπεις νὰ συναντιοῦνται δυὸ θνητοὶ ἄνθρωποι, ποῦ κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι πλάσματα Ἐκείνου ποὺ δημιούργησε τὰ Σεραφείμ, κι ὁ ἕνας νὰ μιλάει στὸν ἄλλον γιὰ νὰ τὸν πειράξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος νὰ τὸν ἀκούει μὲ ἀμφισβήτηση!
Μόνο ἕνα θέαμα ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ ἀπ’ αὐτό. Ὅταν ὁ πλασμένος ἄνθρωπος ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Δημιουργοῦ του στὸ εὐαγγέλιο καὶ τ’ ἀμφισβητεῖ.
Ὁ Μέγας Μωυσῆς μόνο μιὰ φορὰ ἀμφισβήτησε το λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸς ὁ λόγος ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοῦ στερήσει τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας περιπλανιόταν στὴν ἔρημο σαράντα χρόνια. Ὁ προφήτης Ζαχαρίας δὲν πίστεψε τὰ λόγια τοῦ ἀρχάγγελου Γαβριὴλ γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ κι ἔμεινε στὴ στιγμὴ ἄλαλος.
Πόσο τρομερὴ ἦταν ἡ τιμωρία στὴν πρώτη δυσπιστία ποὺ ἔδειξαν οἱ προπάτορές μας! Ὁ ‘Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ἀποβλήθηκαν ἀπὸ τὸν παράδεισο ἐπειδὴ ἀμφισβήτησαν το λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψαν τὰ δικά τους μάτια. ‘Ἐπειδὴ πίστεψαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ διάβολο.
Ὅσο οἱ προπάτορές μας ἐμπιστεύονταν μόνο το λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅλα τὰ πράγματα, τόσο γι’ αὐτοὺς ὅσο καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτίση, ἦταν καλὰ λίαν. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔχασαν τὴν ἐμπιστοσύνη τοὺς στὸ Θεό, ὁ παράδεισος ἔκλεισε. Τὰ Χερουβὶμ μὲ τὴν πύρινη ρομφαία τους φύλαγαν τίς πύλες τοῦ παραδείσου, ὥστε κανένας ἄπιστος ἢ δύσπιστος νὰ μὴ γυρίσει ἐκεῖ.
Ἀπ’ ὅλες τίς θλιβερὲς περιπτώσεις στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό, δύο εἶναι οἱ πιὸ θλιβερὲς καὶ πιὸ ἀκατανόητες γιὰ ἕνα λογικὸ πλάσμα. Ἡ πρώτη συνδέεται μὲ τὸ Δέντρο τῆς Γνώσης καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς. Στὴν πρώτη περίπτωση ὁ Θεὸς εἶχε προειδοποιήσει τοὺς πρωτοπλάστους γιὰ τὸ θανάσιμο κίνδυνο τοῦ σατανᾶ. Στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ Θεὸς ἔδειξε στὸ θνητό γένος τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀθάνατη ζωὴ στὸν ἀναστημένο Χριστό.
Ὅταν ὁ Θεὸς προειδοποίησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν κατευθυνθοῦν πρός το θάνατο, ἐκεῖνοι τὸν παράκουσαν κι ἔκαναν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ὅταν ὁ Θεὸς κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πλησιάσουν τὴ Ζωή, πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ τὴν προσεγγίσουν.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὴ ζωή, ἀγαποῦν τὴ χαρά, ἐπιθυμοῦν τὴν αἰωνιότητα, νοσταλγοῦν τὰ πλούτη καὶ τὴν εὐτυχία. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός τους τὰ φανερώνει όλ’ αὐτὰ καὶ τοὺς τὰ προσφέρει, μερικοὶ ἀμφιβάλλουν καὶ διστάζουν. Ὅσοι ζοῦν στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος καὶ τῶν δακρύων ἀμφιβάλλουν ἂν ὑπάρχει κάποιο βασίλειο ζωῆς καλλίτερο ἀπ’ αὐτό. Οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου ἀμφιβάλλουν ὅτι ὑπάρχει κάποια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅπου δὲν ὑπάρχει θάνατος. Οἱ σύντροφοι τῶν σκουληκιῶν καὶ τῶν καμπιῶν ἀμφιβάλλουν πῶς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς μετατρέψει σὲ ἀθάνατους βασιλιᾶδες καὶ συντρόφους τῶν ἀγγέλων.
Ἡ ἀμφιβολία τοῦ ἀνθρώπου στὸ Χριστὸ εἶναι ἡ ἔσχατη ἀποκάλυψη τῆς ἀρρώστιας τοῦ ἀνθρώπου στὸ μεγάλο νοσοκομεῖο τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δὲν ἔχει φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια αὐτή. Τὸ μοναδικὸ φάρμακο εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν παίρνει τὸ φάρμακο αὐτό, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευτεῖ.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βεβαίωσε τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ νίκησε το θάνατο μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάστασή Του ἐκ νεκρῶν, πῶς νὰ πιστέψει ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ εἶπε καὶ ἔκανε; Ποιός νοῦς θὰ μποροῦσε νὰ κατανοήσει ὅτι πραγματικὰ Ἐκεῖνος ποὺ ἀνάστησε νεκρούς, θά ‘μενε στὸν τάφο καὶ θὰ γνώριζε τὴ φθορά; Ποιά γλῶσσα θὰ μποροῦσε νὰ ὁμολογήσει πῶς τὰ λόγια Του ἦταν λόγια ζωῆς, ἂν ἡ ζωή Του εἶχε τελειώσει πάνω στὸ σταυρό, στὸ Γολγοθᾶ;
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, εἶναι ζωντανός! Τί μεγαλύτερη ἀπόδειξη χρειαζόμαστε, ὅταν αὐτὸ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀποδεδειγμένο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου; Ἔτσι τὸ ρύθμισε αὐτὸ ἡ θεία πρόνοια, ἀπὸ τὴν ἀγάπη Τοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ἀπ’ ὅλα τὰ γεγονότα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, κανένα ἄλλο δὲν ἔχει ἀποδειχτεῖ τόσο καθαρὰ ὅσο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους ὅταν ἡ πίστη τους εἶχε τελείως ἐξασθενήσει. Ἔτσι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅρισε, ὥστε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ ἀδύνατη πίστη.
Γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶπε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κάτι περισσότερο γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν σὲ περίπτωση ποὺ δοκίμαζαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ στὸν παράδεισο; Γιατί δὲν τοὺς ἔδωσε κάποιο ἔστω ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο ἀλλὰ περιορίστηκε νὰ τοὺς διατυπώσει μιὰ σύντομη ἀπαγόρευση; Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα δὲν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἁμαρτίας, ἦταν ἀναμάρτητοι καὶ κατὰ συνέπεια ἡ πίστη τους ἦταν δυνατή. Τὴν Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ ὅμως ὁ Θεὸς τὴν πιστοποίησε μὲ πολλὲς ἀποδείξεις. Κι ὄχι μόνο μὲ ἀποδείξεις, ἀλλὰ μὲ ἐμφανίσεις ὁρατές. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἁμαρτωλοί, πολὺ ἁμαρτωλοί. Κι ἡ πίστη τους ἦταν ἀδύνατη.
Τὴ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς προσφέρει μιὰ μεγαλειώδη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Μιὰ ἀπόδειξη ποὺ πιστοποιεῖται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιάδων ἄλλων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἴσαμε σήμερα.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τὴ ἡμέρα ἐκείνη τὴ μιὰ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοὺς εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ19).
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἡ ἑπόμενη τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρεται: «Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου… λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων» (Μάρκ. ἴστ’12). Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυριακή, τότε ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας λοιπόν, οἱ μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ σ’ ἕνα σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὅλοι μαζί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θωμᾶ.
Ὅλα εἶχαν γίνει σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία: «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ διασκορπιστοῦν στοὺς πέντε ἀνέμους. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ περιμένουν τίς ἐξελίξεις καὶ νὰ στηρίξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν κλειδώσει τὴν πόρτα. Ἀναμφίβολα ὅλοι τους εἶχαν ζωντανὴ στὴ μνήμη τὴν προφητεία τοῦ Διδασκάλου τους, ὅταν τοὺς προειδοποιοῦσε πῶς θὰ τοὺς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ τοὺς μαστιγώσουν στὶς συναγωγὲς (βλ. Ματθ. ι’ 17). Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεχάσουν τὰ φοβερὰ λόγια Τοῦ: «ἄλλ’ ἔρχεται ὥρα ἶνα πὰς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ἰωάν. ἴστ’ 2).
Ὁ φόβος τῶν ἀποστόλων αὐτὲς τίς μέρες, ὅταν μπροστὰ στὰ μάτια τους συντελέστηκαν τόσα παράλογα ἐγκλήματα ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου τους, ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ κατανοητός. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περίμεναν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ γνώριζαν ἤδη πόσο ἀδίστακτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀναμάρτητου καὶ παντοδύναμου Χριστοῦ, τοῦ θαυματουργοῦ; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν τάφο τους εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανένα κακό. Θὰ τοὺς ἐνίσχυε νὰ μὴν προδώσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦν στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς προτοῦ τὸν δοῦν ζωντανὸ καὶ δοξασμένο.
Καὶ νὰ ποὺ τώρα, τὸ τέταρτο βράδυ ἀπὸ τότε ποὺ οἱ μαθητὲς χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριό τους – ἀπὸ τότε πού τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ δίκη – καὶ τὴν πρώτη μέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανὸς καὶ δοξασμένος. Ἦρθε κοντά τους καὶ κάθησε στὴ μέση, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες. “Ὅπως ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἦταν πολὺ προσεχτικὰ ὑπολογισμένα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι γινόταν καὶ τώρα. Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ὁ Κύριος μπῆκε στὸ κλειδωμένο σπίτι θαυματουργικά. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πρῶτα γιὰ νὰ μὴ τοὺς τρομάξει χτυπῶντας τὴν πόρτα. Εἶχαν τρομοκρατηθεῖ ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους κι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει περισσότερο, οὔτε γιὰ μιᾷ στιγμῇ. Κι ἕνας δεύτερος λόγος, ποὺ εἶναι καὶ πιὸ σπουδαῖος, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς δείξει πῶς εἶχε ἀνακτήσει τὴν παντοδυναμία Του, ἀφοῦ φαινομενικὰ ἦταν ἀβοήθητος καὶ νικημένος τίς τελευταῖες τρεῖς μέρες. Κι αὐτὸ τὸ διατύπωσε πολὺ γρήγορα μετά: «Ἐδόθῃ μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18).
Χωρὶς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαταστήσει τὴν κλονισμένη πίστη τῶν μαθητῶν Του ὁ Χριστός; Πῶς ὁ κατακτημένος θὰ δειχνε πῶς εἶναι Νικητής; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ περιφρονημένος, ὁ ἐμπαιγμένος, ὁ βασανισμένος, ὁ σταυρωμένος καὶ θαμμένος, νὰ δείξει μὲ ἄλλον τρόπο πῶς εἶναι δοξασμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πείσει μὲ ἄλλον τρόπο τοὺς φίλους Του πῶς τὸ πάθος κι ὁ θάνατος δὲν εἶχαν ἀφαιρέσει τίποτα ἀπὸ τὴ δύναμή Του, ἀλλ’ ἀντίθετα, ὡς ἄνθρωπος εἶχε πολὺ μεγαλύτερη δύναμη; Καὶ κάτι τελευταῖο: ποιό πλάσμα θὰ μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Πανάγιου καὶ Πάναγνoυ Θεοῦ;
Ἡ φύση ὁλόκληρη ὑποτάσσεται στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν ἀκόμα ντυμένος μὲ θνητὸ σῶμα, ἡ θέλησή Τοῦ μποροῦσε νὰ ὑποτάξει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Πῶς θὰ μποροῦσαν λοιπὸν ἢ ξύλινη πόρτα καὶ οἱ πέτρινοι τοῖχοι νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν, τώρα ποὺ εἶχε δοξασμένο σῶμα; Ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖ – κι αὐτὸ τὸ κάνει ὅταν πρέπει, ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση – ἡ κτίσῃ ὁλόκληρη εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρχει. Τὸ διάστημα καὶ ὁ χρόνος, ἡ πυκνότητα ἢ ἡ ρευστότητα κάποιου πράγματος, τὸ ὕψος ἢ τὸ βάθος, ὅλα γίνονται ἀδύναμα, ἀνοιχτά, ὑποταγμένα καὶ ἀνίκανα νὰ προβάλουν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση.
Εἰρήνη ὑμῖν! Ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου χαιρετᾷ τὸ μικρὸ στρατό του μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Κύριος εὐλογήσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ» (Ψαλμ. κή’ 10). Ἀπὸ τὸ βάθος τῶν αἰώνων ὁ προφήτης Δαβὶβ προεῖδε τὴ χαρμόσυνη αὐτὴ στιγμή. Εἰρήνη ὑμῖν! Αὐτὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος χαιρετισμὸς στὴν Ἀνατολή. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ τώρα ὅμως ἀποκτοῦσε ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο κι ἕνα εἰδικὸ νόημα. Νωρίτερα, τὴν ὥρα ποὺ ἀποχωριζόταν τοὺς μαθητές Του, ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἢ καρδία» (Ἰωάν. ἴδ’27). “Ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα Του μέσα στὸ ἄδειο δοχεῖο τοῦ κόσμου. Στὸν κοινὸ καὶ συνηθισμένο χαιρετισμὸ ἔδωσε οὐράνια γλυκύτητα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τους καὶ οἱ ἐπίγειες μέριμνες τοὺς γονατίζουν, λένε εἰρήνη ὑμῖν, ἀλλὰ προσφέρουν κάτι ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν. Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς οὔτε τὴ δική τους εἰρήνη μπορεῖ ν’ αὐξήσει οὔτε τὴν εἰρήνη ἐκείνων στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται. Τὸ λένε αὐτὸ ἀπὸ συνήθεια, ἀπὸ εὐγένεια, ἀπερίσκεπτα, χωρὶς νόημα. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα λένε ὅταν μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν ἢ νὰ μηνύσουν καὶ ν’ ἀπατήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμὸς τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι διαφορετικός. Ἐκεῖνος δίνει αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἔχει. Ἡ δική Του εἰρήνη εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Νικητῆ, ποὺ ἡ νίκη Του εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἡ εἰρήνη Του ἑπομένως εἶναι χαρά, θάρρος, ὑγεία, εἰρήνη καὶ δύναμη. Δὲ δίνει τὴν εἰρήνη Του ὅπως κάνει ὁ κόσμος. Δὲν τὴ δίνει ἁπλᾶ μὲ τὰ χείλη Του, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή Του, μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καί το νοῦ, ὅπως ἡ ἀγάπη δίνεται στὴν ἀγάπη. Χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη Του, τοὺς μεταγγίζει μ’ ἕνα μυστηριώδη τρόπο τὴν ὕπαρξή Του. Αὐτὴ εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’ 7). Τέτοια εἰρήνη σηματοδοτεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια εἰρήνη ἦταν τὸ μεσουράνημα, ὁ καρπὸς καὶ τὸ στεφάνι τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν μαθητῶν Του ὁ Κύριος θέλησε νὰ τοὺς πείσει πῶς δὲν ἦταν πνεῦμα, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκείνη τὴ στίγμὴ (Λουκ. κδ’37), ἀλλὰ πῶς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Κύριος καὶ Διδάσκαλός Τους.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἔδειξε αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Γιατί ὁ Κύριος τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Προφανῶς ἐπειδὴ αὐτὰ εἶχαν δεχτεῖ στὸ σταυρὸ τίς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη. Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξει τίς πληγές Του ὁ Κύριος θέλησε νὰ τοὺς θυμίσει τί ἔγινε στὸ σταυρὸ καὶ νὰ τοὺς πείσει πῶς ἦταν ζωντανός. Νὰ τοὺς πείσει πῶς ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τίς πληγὲς αὐτὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Νὰ τοὺς θυμίσει πῶς θά ‘φερνε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν ἀθάνατη δόξα, ὡς αἰώνια μαρτυρία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πάθους Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Τότε λοιπόν, ἀφοῦ οἱ μαθητὲς εἶδαν κι ἀναγνώρισαν τὸν Κύριό τους, χάρηκαν πολύ. Μὲ τὴν προνοητικότητα Του ὁ Σωτῆρας μας τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς χαρᾶς, ὅταν θὰ γύριζε γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς μαθητές Του. Αὐτὸ εἶχε γίνει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν περίλυποι. Ἐκεῖνος, ποὺ ὡς ἄνθρωπος τὴν παραμονὴ τοῦ πάθους Του εἶχε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριά, ξέχασε τὸν ἑαυτό Του κι ἀγωνιζόταν νὰ παρηγορήσει τοὺς λυπημένους μαθητὲς Τοῦ: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἢ καρδία» (Ἰωάν. ιστ’ 22). Τώρα, μπροστά τους, ἐπαληθεύτηκε ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ προφητεία. Οἱ θλιμμένες καρδιές τους γέμισαν ξαφνικὰ μὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
«Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Γιατί ὁ Κύριος λέει γιὰ δεύτερη φορὰ εἰρήνη ὑμῖν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς ὁπλίσει μὲ διπλὴ εἰρήνη γιὰ τὴ μάχη ποὺ τοὺς περιμένει, ἐκεῖ ποὺ τοὺς στέλνει ὁ ἴδιος. Τοὺς δίνει πρῶτα εἰρήνη ἐσωτερικὴ κι ἔπειτα εἰρήνη ἐξωτερική. Μὲ ἄλλα λόγια: εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ εἰρήνη μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν λέει εἰρήνη ὑμῖν γιὰ πρώτη φορά, τοὺς δείχνει πῶς ‘Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός Tους, ἦταν μαζί τους σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἤθελε μ’ αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖ: «Ὅταν ἔχετε πόλεμο ἐσωτερικὸ μὲ τὰ πάθῃ, τοὺς λογισμοὺς καὶ τίς ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες σας κι ἐγὼ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας – δηλαδὴ μέσα στὶς καρδιές σας – μὴ φοβᾶστε τίποτα. Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη, ὁ Δημιουργὸς τῆς εἰρήνης στὶς καρδιές σας». Τώρα ποὺ τοὺς στέλνει στὸν κόσμο – σὲ πόλεμο ἐξωτερικό, μὲ τὸν κόσμο – τοὺς χαιρετᾷ ξανὰ καὶ τοὺς συνοδεύει μὲ εἰρήνη, ὥστε νὰ μὴ φοβηθοῦν τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ εἶναι καρτερικοὶ στὴν πάλη καὶ νὰ σπέρνουν τὴν εἰρήνη στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς χαρίζει εἰρήνη ὑπεράφθονη, γιατί δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴ δική τους ἀνάγκη. Πρέπει νὰ τὴ μεταφέρουν καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα: «Εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. καὶ ἐὰν μὲν ἢ ἢ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν» (Ματθ. Ἰ’ 12-13).
Ἡ διπλὴ εἰρήνη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς δόσιμο τῆς εἰρήνης στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες. Ὅμως ἡ εἰρήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἴδια εἰρήνη, ἀφοῦ τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος, παρὰ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν» (Α’Ἰωάν. β’ 16);
‘Ἀφοῦ τοὺς ὅπλισε μὲ πλούσια τὴ διπλὴ αὐτὴ εἰρήνη, ὁ Κύριος τοὺς στέλνει στὸν κόσμο. Μὲ ποιό τρόπο τους στέλνει; «Καθὼς ἀπέσταλκέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Υἱό Του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν ἔστειλε. «’Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ» (Α’ Ἰωάν.δ’ 10). Ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τώρα, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στέλνει τοὺς μαθητές Του. “Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο μὲ δύναμη κι ἐξουσία. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15), εἶπε ὁ ἴδιος. Κι ἄλλου πάλι: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’27).
Ὁ ἀναστημένος Κύριος δίνει στοὺς μαθητές Του δύναμη κι ἐξουσία νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν, ὅπως ἀποδείχτηκε λίγο ἀργότερα. Εἶπε ἀκόμα ὁ Κύριος πῶς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸ δικό Του θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πατρός. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Υἱὸς τώρα στέλνει τοὺς μαθητές Του ὄχι γιὰ νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό Του. Ὁ Υἱὸς στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴ γῆ, ὅμως οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή δὲ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα. «Ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ» (Ἰωάν. ἡ’ 16). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τώρα ὁ Υἱὸς στέλνει τοὺς μαθητές Του στὸν κόσμο ἀλλὰ τοὺς ὑπόσχεται πῶς θὰ εἶναι μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» (Ματθ. κή’ 20). Καὶ γιὰ νὰ διδάξει τὴν ταπείνωση στοὺς ὑπερήφανους κι ἀπερίσκεπτους ἀνθρώπους, ὁ Υἱὸς ἀποδίδει ὅλα τὰ ἔργα Τοῦ (βλ. Ἰωάν.ε’19) καὶ τὴ διδασκαλία Τοῦ (βλ. Ἰωάν. ζ’ 16) στὸν Πατέρα Του. Στοὺς μαθητές Του διδάσκει τὴν ταπείνωση, λέγοντας: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε’ 5). Τοὺς στέλνει ὅμως καὶ ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως στάλθηκε κι ὁ ἴδιος. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς ἦταν μάρτυρες γιὰ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ οὔρλιαζαν σὰν λύκοι τίς τελευταῖες μέρες Του, γιὰ τὴ λυσσώδη κι αἱμοδιψῆ ἐπιθυμία τους νὰ τὸν βασανίσουν ἕως θανάτου. Τώρα ὅμως εἶναι μπροστά τους, ζωντανὴ μαρτυρία πῶς ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἴτε αὐτοχειριάζονται εἴτε σκοτώνουν κάποιον ἄλλον, πάντα τὸν ἑαυτό τους σκοτώνουν, ὄχι τὸν ἄλλον. Ἡ νίκη Του εἶναι βεβαίωση τῆς δικῆς τους μελλοντικῆς νίκης.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ’ 22-23). Εἴδαμε πῶς ὁ Κύριος πρῶτα ὅπλισε τοὺς μαθητές Του μὲ εἰρήνη καὶ μετὰ στερέωσε τὴν πίστη τους. Παραλλήλισε τὴν ἀποστολή τους μὲ τὴ δικὴ Τοῦ καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ εἶχε στείλει καὶ τὸν ἴδιο ὁ Πατέρας. Τώρα βλέπουμε πῶς τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη καὶ ἐξουσία. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μὲ τὴν πνοή Του καὶ ἐξουσία μὲ τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶπε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀνακαίνισε τὸν κόσμο, ἦταν καὶ ὁ Δημιουργός του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς, «ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β’ 7). Ὁ ἀνακαινιστὴς τοῦ κόσμου ἐνεργεῖ τώρα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. “Ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἡ ἁμαρτία τοὺς εἶχε κάνει ἀδύναμους. Μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοή Του ἀναγεννᾷ, ἀνακαινίζει καὶ ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν τίς ἀναίσθητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι δεμένες στὴ γῆ.
Ὁ Κύριος ἐνεφύσησε στοὺς ἀποστόλους καὶ εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἁγιον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ δεύτερη θὰ γίνει τὴν πεντηκοστὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ αὐτὴ βραδυά. Ἡ πρώτη ἔγινε γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητές. Ἡ δεύτερη ἀφοροῦσε τὴν ἀποστολικὴ διακονία τους στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μεταδώσουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ νέα ζωή. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μαζὶ μὲ ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἢ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες.
Ἀλήθεια, πόσο ὑποφέρει ὁ κόσμος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σφετερίζονται τὴν ἐξουσία χωρὶς νά ‘χοῦν μέσα τους τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νά ‘χοῦν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! Ὅταν ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος ἁρπάζει τὴν ἐξουσία ποὺ ἀνήκει στοὺς δικαστὲς καὶ τοὺς πρεσβύτερους, εἶναι μάστιγα γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα πτῶμα δεμένο στὸ σαμάρι ἑνὸς ἀχαλίνωτου ἀλόγου. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τὴν ἐξουσία τὴν ἁρπάζουν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει ἐξουσία σὲ κείνους ποὺ πρωτύτερα δέχτηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βλέπετε πῶς ὅλα σχεδιάζονται καὶ τακτοποιοῦνται ὄμορφα στὴ βασιλεία ποὺ ἱδρύει ὁ Χριστός.
Τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, του νὰ συγχωρεῖ κανεὶς ἁμαρτίες ἢ ὄχι, ὁ Κύριος τὴν εἶχε ὑποσχεθεῖ καὶ νωρίτερα στὸν ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ματθ. ἴστ’19) κι ἀργότερα στοὺς ἄλλους ἀποστόλους (βλ. Μάρκ. ἰη’ 18). “Ὁ Κύριος ἐπαναβεβαιώνει τώρα τὴν ὑπόσχεσή Του, την ἴδια μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής του. Αὐτή τὴ φορὰ δὲν ξεχωρίζει τὸν Πέτρο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δίνει δύναμη καὶ ἐξουσία σ’ ὅλους ἐξίσου, χωρὶς διάκριση. Ποτὲ δὲν ἔδωσε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος εἰδικὴ δύναμη κι ἐξουσία. Μόνο τὴν ὑπόσχεσή Τοῦ ἔδωσε ἰδιαίτερα στὸν Πέτρο, κι αὐτὸ τότε ποὺ ὁ ἀπόστολος ἐμπνεύστηκε κι ἔδωσε τὴν ὁμολογία πῶς ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Σὰν ἔνδειξη ἐπιδοκιμασίας τῆς ὁμολογίας Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ στερεώσει τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν πίστη καὶ ὁμολογία αὐτή, ὁ Κύριος ἔδωσε στὸν Πέτρο τὴν ὑπόσχεση τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρτίες, ποὺ ἀργότερα ἔδωσε σ’ ὅλους τοὺς μαθητές Του. Ἔτσι, τὴν ἴδια τὴ μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής του, ὁ Κύριος ἐξισώνει ὅλους τοὺς ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι ἀργότερα μετέδωσαν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς διαδόχους τους, τοὺς ἐπισκόπους κι οἱ ἐπίσκοποι στοὺς ἱερεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἐξουσία αὐτὴ εἶναι ἐνεργῆ μέχρι σήμερα στήν ‘Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Θωμᾶς δὲ εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς: ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μοῦ εἰς την πλευρᾶς,πλευράς αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. κ’ 24-25). Ἄν δὲ δῶ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια Του, εἶπε ὁ Θωμᾶς, ἂν δὲ βάλω ὁ ἴδιος τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια αὐτὰ κι ἂν δὲν ἀκουμπήσω στὸ χέρι μου στὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δῶ τὸ σημάδι τῆς λόγχης, δὲ θὰ πιστέψω.
«Δίδυμος» δὲν ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ Θωμᾶ. Αὐτό ἦταν τὸ ἑλληνικό του ὄνομα. “Ἴσως τὸ ὄνομα αὐτὸ νὰ τοῦ δόθηκε ἀπὸ κάποια μυστικὴ κι ἀνεξερεύνητη πρόνοια, γιὰ νὰ δείξει τίς δυὸ ὄψεις τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πίστη. Σ’ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό, δὲ βλέπουμε νὰ δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση οὔτε στὴν ἀμφιβολία οὔτε στὴν πίστη του. Μόνο σὲ μιὰ περίπτωση ἀναφέρεται τὸ προσωπικό του θάρρος κι ἡ ἀφοσίωσή του στὸν Κύριο, ἂν κι αὐτὸ φαίνεται νὰ προκύπτει ἀπὸ ἔλλειψη κατανόησης. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἔμαθαν τὴν εἴδηση γιά το θάνατο τοῦ Λαζάρου κι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητὲς Τοῦ: «αλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν». Ὁ Θωμᾶς νόμισε πῶς ὁ Κύριος τοὺς καλοῦσε ν’ ἀποδεχτοῦν τὸ δικό τους θάνατο. Δὲν καταλάβαινε τότε πῶς γιὰ τὸν Ζῶντα Κύριο δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Δὲν μποροῦσε νὰ διαβλέψει βέβαια τὴν πρόθεση τοῦ Κυρίου ν’ ἀναστήσει τὸ Λάζαρο. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «εἶπεν οὔν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τους συμμαθηταῖς ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἶνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰα’ 16).
Ἄν καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἰπώθηκαν μὲ ἐπίγνωση, ἦταν χαρακτηριστικὰ γενναίας κι ἀφοσιωμένης καρδιᾶς. Ὁ Θωμᾶς ἦταν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιου τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου δὲν ἦταν μπροστά, μέσα στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς κοπέλας. Ἐκεῖ ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνο τοὺς τρεὶς κορυφαίους μαθητές Του. Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅμως πῶς διατύπωσε κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ θαῦμα του Κυρίου. Και βέβαια ήταν μάρτυρας σ’ όλα τα μεγάλα θαύματα που έκανε ο Κύριος τα χρόνια που ήταν μαζί Του. Είχε ακούσει την προφητεία του Χριστού πώς θ’ αναστηθεί την τρίτη μέρα. Τώρα ακούει τους δέκα φίλους του να λένε πώς ο Κύριος εμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, πώς τούς έδειξε τις πληγές Του. Είχε ακούσει πώς ο Πέτρος κι ο Ιωάννης βρήκαν τον τάφο Του άδειο, ίσως να το ‘χε ακούσει αυτό κι από τις μυροφόρες γυναίκες. Είχε ακούσει πώς τον Κύριο τον είδε κι η Μαρία η Μαγδαληνή κι ότι συνομίλησε μαζί Του. Είχε ακούσει επίσης πώς δυό μαθητές πήγαιναν πρός τούς Εμμαούς και συνταξίδευαν μέ τόν αναστημένο Κύριο.
Όλ’ αυτά τα γνώριζε ο Θωμάς, μα φαίνεται πώς η πίστη του δεν ήταν σταθερή, δυσπιστούσε. Δέν τα πίστευε επειδή δεν είχε δεί αναστημένο τον Κύριο. Και το ξεκαθάρισε πως δεν του έφτανε να δει τον Κύριο, ήθελε ν’ ακουμπήσει και τις πληγές στα χέρια Του. “Αν το δεί αυτό κανείς από την ανθρώπινη πλευρά, αυτή είναι μια σπάνια κι ακατανόητη επιμονή κι ισχυρογνωμοσύνη στην απιστία. Μπορεί να κατανοηθεί όμως αν το δει κανείς από την πλευρά της θείας πρόνοιας. Η σταθερότητα της πίστης εξαρτάται από τη χάρη του Θεού. Ποιός μπορεί να εμβαθύνει και να κατανοήσει τα δυσθεώρητα βάθη της θείας πρόνοιας; Ποιός μπορεί να βεβαιώσει πώς ο Θεός, με την πρόνοια Του, δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει την απιστία του Θωμά, για χάρη της πίστης των πολλών;
Σὲ κάθε περίπτωση δύο πράγματα ἔχουν ἀποσαφηνιστεῖ ἐδῶ: ἡ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν πεισματικὴ ἀπιστία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους (ποὺ εἶχε ἀμέτρητους λόγους νὰ πιστέψει), καθὼς κι ἡ ἄπειρη σοφία κι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητά Του ὁ Θεὸς δὲ χρησιμοποιεῖ τὸ κακὸ γιὰ νὰ βγάλει καλὸ ἀποτέλεσμα. Δὲ χρησιμοποιεῖ κακὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχει καλοὺς στόχους. Μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος διορθώνει τοὺς κακούς μας τρόπους καὶ τοὺς μεταποιεῖ σὲ καλούς.
Ὁ Θωμᾶς διαβεβαιώνει τοὺς συμμαθητές Του πῶς δὲ θὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Τοῦ ἂν δὲ βάλει τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια τῶν χεριῶν Του, «εἵς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Σίγουρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς ἔδειξε τίς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς πείθει ὁ Κύριος τὸν ἄπιστο Θωμᾶ:
«Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκελεισμένων, καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτὼ μέρες ἀργότερα, Κυριακὴ πάλι, οἱ μαθητὲς ἦταν συναγμένοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν πάλι κλεισμένες, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε μέσα, στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: εἰρήνη ὑμῖν! Ὅλα ἔγιναν ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαίνεται πῶς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ Θωμᾶ ἀκριβῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸ δύσπιστο μαθητὴ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ διηγήθηκαν οἱ ἄλλοι δέκα.
Γιατί περίμενε ὁ Κύριος νὰ περάσουν ὀκτὼ μέρες; Γιατί δὲν ἐμφανίστηκε νωρίτερα; Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συνθῆκες καὶ οἱ περιστάσεις ἀκριβῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε ἦταν Κυριακή, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀναμονὴ νὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ. Τρίτο, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθητές Του τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὴν προσευχή, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, γιατί οἱ μαθητὲς σίγουρα θὰ προσεύχονταν νὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρτο, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ μαθητὲς τὴν ἀδυναμία τους νὰ πιστοποιήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴ δικὴ Τοῦ βοήθεια. Καὶ τελευταῖο, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ ὑποδηλώνει τίς ἔσχατες μέρες, τὴν παραμονὴ τῆς δεύτερης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἄνθρωποι σὰν τὸ Θωμᾶ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι καὶ χλιαροὶ στὴν πίστη, θὰ καθοδηγοῦνται μὲ βάση τίς αἰσθήσεις τους καὶ θὰ πιστεύουν μόνο ἐκεῖνα ποὺ ἀντιλαμβάνονται μ’ αὐτὲς (τίς αἰσθήσεις τους). Τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἄν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέψω. «Καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. κδ’ 30).
«Εἶτα λέγει τὸ Θωμᾶ φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χείράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς του ἀπάντησε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους ὁ Κύριος τὸ ἔκανε μόνο γιὰ τὸ Θωμᾶ. Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ ἀγγελικοὺς χοροὺς ποὺ τὸν ὑμνοῦν ἀγαλλόμενοι, ὼς Νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀφήνει τὰ οὐράνια τάγματα καὶ σπεύδει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρόβατο, τὸ ἀπολωλός. “Ἄς τὸ δοὺν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι κι οἱ δυνατοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ ξεχνοῦν τοὺς ἀδύνατους καὶ ταπεινοὺς φίλους τους, ποὺ τοὺς ἀποφεύγουν μὲ ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. “Ἄς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του. Μέ την ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιωσε οὔτε ντροπὴ οὔτε ταπείνωση. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος Ἐκεῖνος, ὁ δοξασμένος καὶ παντοδύναμος, κατέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα ταπεινὸ δωμάτιο στὰ Ἱεροσόλυμα. Πόσο εὐλογημένο εἶναι τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προέκυψαν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα περισσότερες εὐλογίες, ἀπ’ ὅσες θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν αὐτοκρατόρων!
Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸ Θωμᾶ, ἐκεῖνος ἀναφώνησε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεὸς μοῦ!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Ἄνθρωπο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο. Μόνο ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο ἦταν ἀρκετὴ νὰ δώσει στὸ Θωμᾶ τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξουσία του δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρτίες, κάτι ποὺ ὀκτὼ μέρες νωρίτερα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθητὲς μέ το λόγο καὶ τὴν πνοή Του. “Ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμα στὸ θνητὸ σῶμα Του, προτοῦ ἀναστηθεῖ, μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορροῦσα γυναῖκα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπιτρέψει ν’ ἀγγίξει τὸ ἱμάτιό Του. Πολὺ περισσότερο τώρα, μὲ τὸ δοξασμένο κι ἀναστημένο σῶμα Του, μποροῦσε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπαφὴ στὸ Θωμᾶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε δώσει μὲ διαφορετικὸ τρόπο στοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Δὲν ἦταν ἀδύνατο βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμᾶ δύναμη καὶ ἐξουσία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται στὰ εὐαγγέλια. Ἀλλὰ εἶναι γνωστὸ πῶς δὲν καταγράφηκαν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκανε ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Τοῦ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς λίγο ἀργότερα. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι πῶς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἔλαβε τὴν ἴδια δύναμη καὶ ἐξουσία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀποστολική Του διακονία, ἀπὸ τὰ θαύματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο. (Ἀπό το βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ μαθαίνουμε πῶς καταδικάστηκε σὲ θάνατο ἐπειδὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Πέντε στρατιῶτες ὅρμησαν τότε ἐναντίον τοῦ γενναίου στρατιώτη τοῦ Χριστου καὶ τὸν σκότωσαν μὲ τίς λόγχες τους).
Γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέπληξε εὐγενικά: «Λέει αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἑώρακάς μὲ πεπίστευκας μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστεψες περισσότερο μὲ τίς αἰσθήσεις σοῦ παρὰ μὲ τὸ πνεῦμα σου. Ἤθελες μὲ τὰ αἰσθητήριά σου νὰ πειστεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγώ σου ἔδωσα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσὺ πείστηκες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγίξεις. Ὅμως, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Μακάριοι κι εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ πίστεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγίξουν μὲ τὰ χέρια τους. Μακάριο εἶναι τὸ παιδὶ ποὺ πιστεύει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ θελήσει νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὖ οὖ» (Ματθ. ἔ’ 37).
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολλὲς φορὲς νωρίτερα πῶς θ’ ἀναστηθεῖ κι ἔπρεπε νὰ τὸν πιστέψουν. Γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἄπιστοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιωθοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλιγόπιστοι, ὁ Κύριος δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ὅσα προεῖπε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἀλλὰ ἔκανε καὶ πολλὲς ἐμφανίσεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἦταν πολὺ σπουδαῖο γιά ‘Ἐκεῖνον ὥστε οἱ ἀπόστολοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀποκτήσουν δυνατὴ πίστη στὴν Ἀνάστασή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης καὶ ἡ εὐφροσύνη τοῦ χριστιανοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάνσοφος Κύριος ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ πνεῦμα ἀλλὰ καὶ τίς αἰσθήσεις τῶν ἀποστόλων, ὥστε κανενὸς ἢ πίστη νὰ μὴν κλονιστεῖ, νὰ μὴν ἀμφιβάλει πῶς ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος καὶ ζωντανός. Ἄν καὶ «τὸ πνεῦμα ἐστι τὸ ζωοποιούν, ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο ποὺ οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νὰ ἐξαπατήσουν τὸν ἄνθρωπο πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ὁ γλυκὺς Κύριος συγκατένευσε στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὴν αἰσθητὴ ἀντίληψη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὡς σήμερα τὸ πλέον ἀναμφισβήτητο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ποιό ἄλλο γεγονός, ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερὰ καὶ προσεχτικὰ τεκμηριωμένο ὅσο αὐτό;
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἂ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ ταῦτα δὲ γέγραπται ἕνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἕνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ’ 30-31). Εἶναι φανερὸ πῶς ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστὴς πρέπει νὰ μιλάει γιὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὸ προκύπτει πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀφήγηση ποὺ προηγήθηκε, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ τίς Πράξεις τῶν ‘Ἀποστόλων, ὅπου ἀναφέρεται πῶς ὁ Κύριος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοὺς καὶ λέγων τα περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3).
Ποὺ ἔχουν καταγραφεῖ όλ’ αὐτὰ τὰ ἀψευδῆ γεγονότα ποὺ ἔκανε τίς σαράντα αὐτὲς μέρες; Πουθενά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ πῶς δὲν ἔχουν γραφεῖ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο – τὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. κὰ’ 25). Τέλος, τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἐδῶ δὲ μιλάει μόνο γιά τα θαύματα ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ καὶ γιὰ ὅσα ἔκανε στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ εὐαγγελιστη, μὲ τὰ ὁποῖα κλείνει καὶ τὸ εὐαγγέλιό του: «Ἐστί δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἔν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν.» (Ἰωάν. κὰ” 25). Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲ θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ καταχωρηθοῦν ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅμως δὲν πρέπει νά ‘χοῦν τὸ ἴδιο νόημα μ’ αὐτὰ ποὺ τελειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ εὐαγγέλιο. Ὑπῆρχε κάποιος λόγος νὰ τὰ ἐπαναλάβει;
Ὅλα ὅσα γράφτηκαν στὸ εὐαγγέλιο ἔχουν ἕνα μοναδικὸ σκοπό: «ἶνα,ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ σημαίνει: Μὴν περιμένετε ἄλλον Μεσσία καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ποὺ ἦταν νὰ ἔρθει, ἦρθε. Αὐτὸς ποὺ προφήτεψαν οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ κι οἱ Σίβυλλες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ἐμφανίστηκε στ’ ἀλήθεια. “Ὅλα ὅσα γράφτηκαν, ἦταν ἐπίσης ὥστε καὶ νὰ πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Μὲ τὴν πίστη αὐτή, ποὺ ὁ Θωμᾶς τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τίς αἰσθήσεις του, θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια. ‘Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πὼς τὰ καταληκτικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου συνδέονται μὲ τὸ περιστατικὸ ποὺ προηγήθηκε, μέ το Θωμᾶ καὶ τὴν ἀπιστία του. Ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε στὸ Θωμᾶ μόνο γιὰ δική του χάρη, ἀλλὰ γιά τη χάρη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐμφάνισή του στὸ Θωμᾶ ὁ Κύριος βοήθησε ὅλους ἐμᾶς νὰ τὸν πιστέψουμε πιὸ εὔκολα, ἀναστημένο καὶ ζωντανό. Καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ νὰ συμμετάσχουμε στὴν αἰώνια ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, προσθέτει ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ; Ἐπειδὴ «οὐκ ἔστιν ἔν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία οὐδὲ γὰρ ὄνομὰ ἔστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἕν ὦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Γιατί «πὰς γὰρ ὸς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ἰ’ 13). Μόνο ἡ ζωὴ ποὺ ἀναζητεῖται καὶ ἀποκτᾷται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι ἀληθινὴ ζωή. Κάθε ἄλλη εἶναι θάνατος καὶ φθορά. Στὴν ἄνυδρη ἐρημιὰ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη σίγουρη πηγὴ νεροῦ ποὺ ξεδιψάει καὶ ἀναζωογονεῖ. Ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φαίνεται σὰν πηγὴ νεροῦ στὸν ταλαιπωρημένο καὶ διψασμένο ταξιδιώτη, ποὺ δὲ θὰ εἶναι πηγὴ ἀλλὰ τὸ λαμπύρισμα τῆς καυτῆς ἄμμου, μιὰ διαβολικὴ αὐταπάτη.
Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῇς ἔχει σχέση μὲ τὸ ἐσωτερικὸ δρᾶμα της Ἡ ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος θέλει νὰ ἐμφανιστεῖ ο ἀναστημένος Κύριος μέσα του, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ κλειδαμπαρώσει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τοῦ φυσικοῦ κόσμου. “Ὅπως γράφει ὁ μητροπολίτης Θεόληπτος στὴ Φιλοκαλία: «Ἀποκτῆστε σοφία ἀπὸ τίς μέλισσες. Μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν σμῆνος ἀπὸ σφῆκες νὰ πετοῦν γύρῳ,γύρω τους, μένουν μέσα στὴν κυψέλη κι ἔτσι διαφεύγουν τὸν κίνδυνο ἀπὸ τίς ἐπιθέσεις τους». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ ἀπόστολοι προστατεύτηκαν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς καὶ ὑλιστὲς Ἰουδαίους.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιπροσωπεύουν κατὰ κάποιο τρόπο τὸν ὑλισμὸ καὶ τὸν αἰσθησιασμό. Σὲ ψυχὴ ὅμως ποὺ διαφυλάσσεται μὲ ζῆλο καὶ κλειδαμπαρώνεται, ὁ Κύριος θὰ ἐμφανιστεῖ ἐν δόξῃ. Ὁ δοξασμένος Νυμφίος θ’ ἀποκαλυφτεῖ τότε στὴ συνετὴ νύμφη. Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Κύριος, ὁ φόβος τοῦ κόσμου ἐξαφανίζεται κι ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει. Κι ὄχι μόνο εἰρηνεύει. Ὁ Κύριος φέρνει πάντα μαζί Του πολλὰ καὶ διάφορα δῶρα, ὅπως χαρά, δύναμη καὶ θάρρος. Ἑδραιώνει τὴν πίστη, ἐνισχύει τὴ ζωή.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίζεται καὶ μᾶς παρέχει όλ’ αὐτὰ τὰ πολύτιμα δῶρα, κάποια ἀμφιβολία ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ κρύβεται σὲ κάποια γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει τὸ δύσπιστο Θωμᾶ. Γιὰ νὰ φωτιστεῖ καὶ νὰ θερμανθεῖ κι ἡ γωνιὰ αὐτὴ μέ τη χάρη τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ περιμένουμε μὲ μεγάλη ὑπομονή. Πρέπει νὰ μένουμε κλειδαμπαρωμένοι, προστατευμένοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ἀπὸ τίς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὁρμές. Τότε ὁ Κύριος ποὺ ἀγαπᾷ τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ μᾶς συμπονέσει καὶ θὰ εἰσακούσει τίς προσευχές μας. Θὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ καὶ μὲ τὴ φιλεύσπλαχνη παρουσία Του θὰ φωτίσει καὶ τὴν τελευταία σκοτεινὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε πῶς εἴμαστε ζωντανὲς ψυχὲς καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάρη. Κι όλ’ αὐτὰ μέ τη χάρη τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μᾶς μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.