Ὁ Χριστὸς στὸ Γολγοθᾶ! Ὁ Σωτῆρας μας στὸ σταυρό! Ὁ Δίκαιος πάσχει! Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, θανατώνεται ἀπὸ ἀνθρώπους! Ὅποιος ἔχει συνείδηση, ἂς ντραπεῖ! Ὅποιος ἔχει καρδιά, ἂς θρηνήσει! Ὅποιος ἔχει νοῦ, ἂς κατανοήσει!
Μὲ τί μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε τὸ γεγονὸς αὐτό, ποῦ εἶναι μυστήριο σὰν τὸ ἄπειρο, σκληρὸ σὰν τὴ γῆ καὶ φοβερὸ σὰν τὴν κόλαση; Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια δρώμενα ποὺ ἔχουμε καθημερινὰ στὸν κόσμο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μποροῦν νὰ δοῦν τὰ μάτια μας καὶ ν’ ἀκούσουν τ’ αὐτιά μας, μὲ ποιό γεγονὸς θὰ μπορούσαμε νὰ συγκρίνουμε αὐτὴν τὴν ἀνομολόγητη πράξη κακίας τοῦ Γολγοθᾶ; Μ’ ἕνα ἀρνὶ ποὺ βρίσκεται ἀντιμέτωπο μὲ ἀγέλη λύκων; Ἢ μὲ τὸ ἀθῶο παιδὶ ποὺ βρίσκεται στὸ στόμα κάποιου τεράστιου φιδιοῦ; Μήπως μὲ τὴ μητέρα ποὺ περιτριγυρίζεται ἀπὸ παράφρονες γιοὺς καὶ θυγατέρες; Ἢ μὲ τὴν πτώση κάποιου ἐπιδέξιου τεχνίτη σὲ μηχανὴ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε συναρμολογήσει καὶ κομματιάζεται στὰ γρανάζια της; Μήπως μὲ τὸν Ἄβελ, ποὺ τὸν σκότωσε ὁ ἀδερφός του; Μὰ τότε ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλὸς σκότωσε τὸν λιγότερο ἁμαρτωλό. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε κακοὺς ἀνθρώπους ποὺ πέφτουν πάνω στὸν ἀθῶο. Μήπως μὲ τὸν Ἰωσήφ, ποῦ τ’ ἀδέρφια του τὸν πούλησαν στὴν Αἴγυπτο; Μὰ αὐτὴ ἦταν μιᾷ ἁμαρτίᾳ ἐναντίον ἀδελφοῦ, ὄχι ἐναντίον τοῦ εὐεργέτη. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε ἁμαρτία ἐναντίον τοῦ Εὐεργέτη! Μὲ τὸ δίκαιο Ἰὼβ μήπως, ποὺ ὁ σατανᾶς ἔφθειρε τὴ σάρκα του καὶ μύριζε ἀπαίσια, ἀφοῦ εἶχε γίνει τροφὴ σκουληκιῶν; Ἐκεῖ πάλι ἔχουμε τὸ σατανᾶ νὰ ξεσηκώνεται ἐνάντια στὸ πλάσμα τοῦ Θεου, ἐνῶ ἐδῶ ἔχουμε τὸ πλάσμα νὰ ξεσηκώνεται ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ. Μὲ τὸν ἐξαίσιο Δαβίδ, ποὺ τοῦ ἔναντιώθηκε κι ἐπαναστάτησε ὁ γιὸς τοῦ ‘Ἀβεσαλώμ; Mὰ αὐτὴ ἦταν μιὰ μικρὴ τιμωρία γιὰ τὴ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ Δαβίδ. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε τόν ‘Ἀθῶο, Τὸν Δίκαιο, νὰ ὑποφέρει τόσο φοβερά!
Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ποὺ ἔσωσε τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τίς πληγὲς ποὺ τῆς εἶχαν προξενήσει οἱ λῃστές, ἔπεσε ὁ ἴδιος στὰ χέρια τους. Γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο ὑπῆρχαν ἑπτὰ εἴδη κακούργων. Τὸ πρῶτο εἶδος ἀντιπροσωπεύει ὁ Σατανᾶς, τὸ δεύτερο οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλινοῦ λαοῦ, τὸ τρίτο ὁ Ἰούδας, τὸ τεταρτο ὁ Πιλάτος, τὸ πέμπτο ὁ Βαραββάς, τὸ ἕκτο ὁ ἀμετανόητος λῃστὴς ποὺ συσταυρώθηκε μαζὶ Τοῦ καὶ τὸ ἕβδομο ὁ λῃστὴς ποὺ μετάνιωσε. “Ἄς σταματήσουμε γιὰ λίγο κι ἂς ἀτενίσουμε τὴ συντροφιὰ αὐτὴ τῶν κακούργων. Ἀνάμεσά τους στέκεται ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σταυρωμένος, πληγωμένος κι αἱμόφυρτος.
Τὸ πρῶτο εἶδος εἶναι ὁ σατανᾶς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κάνει τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους, ὁ κακοῦργος τῶν κακούργων. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ πειράξει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνει κακὸ εἶναι δυὸ εἰδών: τοὺς πειράζει μὲ τίς ἀνέσεις καὶ μὲ τὰ βάσανα. Στὴν ἀρχὴ πείραξε τὸν Κύριο στὸ “Ὄρος τῶν Πειρασμῶν μὲ τὴν ὑπόσχεση ἀνέσεων, μὲ δύναμη καὶ πλοῦτο τώρα, στὸ τέλος, τὸν πειράζει μὲ τὰ βάσανα, μὲ τὸ πάθος. “Ὅταν κατατροπώθηκε στὸν πρῶτο πειρασμό, ἄφησε τὸν Κύριο, ἔφυγε μακριά Του. Δὲν τὸν ἐγκατέλειψε τελείως ὅμως, ἀλλὰ πρὸς καιρόν. “Ὅπως ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο, «ὁ διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. δ13).
Ὁ καιρὸς αὐτὸς πέρασε καὶ τώρα ξαναπαρουσιάζεται. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ χρειάζεται νὰ ἐμφανιστεῖ φανερά, ἀνοιχτά. Τώρα δουλεύει μὲ ἀνθρώπους. Χρησιμοποιεῖ τοὺς υἱοὺς τοῦ σκότους ποῦ, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἐκτυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Χριστοῦ, παραδίδονται στὰ χέρια τοῦ Σατανᾶ. Κι αὐτὸς τοὺς χρησιμοποιεῖ σὰν ὅπλο ἐναντίον τοῦ Κυρίου Χριστοῦ. Εἶναι κοντά τους ὅμως, εἶναι δίπλα σὲ κάθε γλῶσσα ποὺ βλασφημεῖ τὸ Χριστό, σὲ κάθε στόμα ποῦ φτύνει τὸ πάντιμο πρόσωπό Του, σὲ κάθε χέρι ποὺ τὸν μαστιγώνει καὶ τοῦ βάζει τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, σὲ κάθε καρδιὰ ποὺ φλέγεται ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος ἐναντίον Του.
Τὸ δεύτερο εἶδος εἶναι μιὰ ὁμάδα κακούργων, εἶναι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οἱ πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄρχοντες. Εἶναι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, οἱ σαδδουκαῖοι κι οἱ ἱερεῖς, μέ το βασιλιᾶ Ἡρώδη ἐπικεφαλῆς. Ὁ φθόνος κι ὁ φόβος τοὺς ἔσπρωξε νὰ ἐγκληματίσουν στὸν Κύριο. Τοὺς κατέτρωγε ὁ φθόνος γιατί ὁ Κύριος ἦταν ἰσχυρότερος, σοφότερος καὶ καλλίτερος ἀπ’ αὐτούς. Εἶχαν φόβο γιὰ τὴ θέσῃ τους, γιὰ τὴν ἐξουσία, γιὰ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, σὲ περίπτωση ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ τάσσονταν μὲ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ κραύγαζαν, «θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ώφελεῖτε οὐδέν, ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν» (Ἰωάν. ἴβ19). Ἦταν ἀπό το φόβο, τὴν ἀδυναμία καὶ τὸ φθόνο τους.
Ποιό ἦταν τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ κακουργήματά τους ἐνάντια στὸν Κύριο; Τὸ ὅτι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν θανάτωσαν χωρὶς νόμιμη δίκη καὶ καταδίκη. Ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο: «Τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς την αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου Καϊάφα, καὶ συνεβουλεύσαντο ἶνα,ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν» (Ματθ. κστ’ 3-4). Δὲ συζητοῦν μεταξύ τους τί κατηγορίες νὰ τοῦ προσάψουν καὶ πῶς θὰ τὸν σύρουν στὸ δικαστήριο, ἀλλ’ ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν. Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ τὸν συλλάβουν μὲ δόλιο τρόπο καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὅταν ὁ νομοταγὴς Νικόδημος τοὺς συμβουλεύει πῶς στὸν Κύριο πρέπει πρῶτα νὰ δοθεῖ ἀκρόαση στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ τοῦ γνωρίσουν σε τί τὸν κατηγοροῦν, ἀπορρίπτουν τὴν εἰσήγησή του μὲ δυσαρέσκεια καὶ εἰρωνικὰ χαμόγελα (βλ. Ἰωάν. ζ’ 50-52).
Τρίτος κακοῦργος ἦταν ὁ Ἰούδας, καὶ φαινομενικὸς ἀπόστολος ἀλλὰ στὴν οὐσία ἐπαίσχυντος προδότης. Ὁ Σατανᾶς συμμετεῖχε στὴν ἄδικη αἱματοχυσία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ μῖσος γιά το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ συμμετεῖχαν ἀπὸ φθόνο καὶ φόβο. Ὁ Ἰούδας συνδέεται μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ ἀπὸ ἀπληστία. Τὸ ἔγκλημά του συνίσταται στὸ ὅτι πρόδωσε το Διδάσκαλο καὶ Εὐεργέτη Του γιὰ τριάντα ἀργύρια. Ἀργότερα ἀναγνώρισε ὁ ἴδιος τὸ λάθος του στοὺς ἴδιους πρεσβυτέρους, ποὺ τὸν εἶχαν δωροδοκήσει γιὰ τὴν πράξῃ τῆς προδοσίας: «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῶον… καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησεν, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ’ 4-5). Ὁ οἰκτρὸς θάνατός του μαρτυρεῖ τὸ τραγικὸ σφάλμα του. Ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γι’ αὐτόν, «καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθῃ πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ» (Πράξ. ἀ18). Κι ἀφοῦ κρεμάστηκε ἔπεσε κάτω, ἄνοιξε ἡ κοιλιά του καὶ τὰ σπλάχνα του χύθηκαν ἔξω.
Τέταρτος κακοῦργος ἦταν ὁ Πιλάτος, ἐκπρόσωπος τοῦ Καίσαρα στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἐκπροσωποῦσε τὸν ἄθεο εἴδωλολατρικὸ κόσμο στὴν καταδίκη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πιλάτος περιφρονεῖ τοὺς Ἰουδαίους κι οἱ Ἰουδαῖοι περιφρονοῦν τὸν ἴδιο. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση ν’ ἀναμιχτεὶ στὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ: «Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν» (Ἰωάν. ἰη’ 31), εἶπε στοὺς κατήγορους τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα παίρνει θέση ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καί, μετὰ ἀπὸ μιὰ μορφὴ δίκης, λέει στοὺς Ἰουδαίους: «Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω κατ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰη’38) Τελικά, ὑποχωρῶντας σὲ ἀπειλὲς ὅπως, «ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἰ,εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος» (1912), ὁ Πιλάτος «ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν» (Λουκ. κγ’24) καὶ δίνει διαταγὴ νὰ μαστιγωθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ ὁ Χριστός.
Τὸ ἔγκλημα τοῦ Πιλάτου συνίσταται στὸ ὅτι μποροῦσε νὰ προστατέψει τὸν Δίκαιο καὶ δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Κύριο: «Οὐκ οἴδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαι σὲ καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαι σέ;» (Ἰωάν. ἴθ10). Μὲ τὴ δήλωσή του αὐτὴ ὁ Πιλάτος παίρνει αἰώνια πάνω του τὴν εὐθύνη γιά το θάνατο τοῦ Χριστου. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σπρώχνει τὸν Πιλάτο νὰ κάνει τὸ ἔγκλημα αὐτὸ καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κατατάσσει κι αὐτὸν στὴ χορεία τῶν ἄλλων κακούργων; Εἶναι ἡ μικρόνοια κι ὁ φόβος του. Ἡ μικρόνοια γιὰ τὴν προστασία τοῦ δίκαιου, καθὼς καὶ ὁ φόβος γιὰ τὴ θέση του καὶ γιὰ τὴν εὔνοια τοῦ Καίσαρα.
Πέμπτος κακοῦργος εἶναι ὁ Βαραββάς. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν στὴ φυλακὴ «διὰ στάσιν τινά… καὶ φόνον» (Λουκ. κγ 19). Εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἀνατρεπτικὲς ἐνέργειες καὶ γιὰ φόνο καὶ ἦταν ὑπόδικος στὸν Ἰουδαϊκὸ καὶ τὸν Ρωμαϊκὸ νόμο, μὲ προβλεπόμενη ποινή το θάνατο. Προσωπικὰ δὲν εἶχε ἁμαρτήσει μὲ κανένα τρόπο ἐνάντια στὸ Χριστό. Ἐκεῖνοι ποῦ ἁμαρτάνουν εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοὶ ποὺ τὸν βάζουν πάνω ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ τὸν προτιμοῦν ἀντὶ γι’ Αὐτόν. Ὁ Πιλάτος σκέφτηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὸ Βαραββὰ σὰν μέσο γιὰ νὰ σώσει τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴ θανατικὴ καταδίκη. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως χρησιμοποιοῦν τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ σώσουν τὸ Βαραββά. Ὁ Πιλάτος ἔθεσε στοὺς Ἰουδαίους τὸ δίλημμα νὰ διαλέξουν τὸ Χριστὸ ἢ τὸ Βαραββά, στὴν οὐσία δηλαδή, το Θεὸ ἢ ἕναν ἐγκληματία; Ἀλλὰ «ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει». Ἔτσι οἱ κακοῦργοι διάλεξαν τὸν κακοῦργο.
Ὁ ἕκτος κακοῦργος, ὅπως κι ὁ ἕβδομος, εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ συσταυρώθηκαν μὲ τὸ Χριστό, ὁ ἕνας στ’ ἀριστερὰ κι ὁ ἄλλος στὰ δεξιά Του στὸ Γολγοθᾶ. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὸ εἶχε προφητέψει αὐτό: «Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθῃ» (Ἠσ. νγ12). Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἂν καὶ βρίσκεται στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, βλασφημεῖ, ὁ ἄλλος ὅμως προσεύχεται.
Ἐδῶ ἔχουμε δυὸ ἀνθρώπους μὲ τὴν ἴδια τύχη: κι οἱ δυό τους εἶναι καρφωμένοι στὸ σταυρό, κι οἱ δυό τους πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ δὲν περιμένουν τίποτα πιὰ ἀπ’ αὐτόν. Ὑπάρχει ὅμως μιὰ μεγάλη διαφορά. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπάντηση σ’ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λένε: Βάλε τοὺς ἀνθρώπους στὶς ἴδιες ὑλικὲς συνθῆκες, δῶσε σ’ ὅλους τὴν ἴδια τιμὴ καὶ τὰ ἴδια ὑπάρχοντα, κι ὅλοι τους θὰ ἔχουν τὸ ἴδιο πνεῦμα. Ὁ ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ σὲ λίγο δὲ θὰ ἀνασαίνει, ἐμπαίζει τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ: «Eὶ σὺ εἰ,εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς» (Λουκ. κγ’39). Ὁ ἄλλος ὅμως ἱκετεύει τὸν Κύριο: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σοῦ» (Λουκ. κγ’42). Ὁ πόνος τῆς σταύρωσης σκοτώνει τὸν ἕνα σωματικὰ καὶ ψυχικά. Τοῦ ἄλλου ὅμως σκοτώνει μόνο τὸ σῶμα, ἡ ψυχή του σώζεται. Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστου στὸν ἕναν εἶναι σκάνδαλο, στὸν ἄλλον σωτηρία.
Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑπτὰ εἴδη τῶν κακούργων γύρω ἀπὸ τὸ Χριστό. Κύριε, βοήθησέ μας νὰ παρατηρήσουμε τὴ δική μας ζωὴ προτοῦ καταδικάσουμε τοὺς κακούργους αὐτοὺς ποὺ κάρφωσαν τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης στὸ σταυρό. “Ἄς διερωτηθοῦμε: μήπως ἀνήκουμε κι ἐμεῖς στὴν ὁμάδα αὐτή; “Ἄς ἤμασταν τοὐλάχιστον,τουλάχιστο σὰν τὸν ἕβδομο ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνον ποὺ μετάνιωσε πάνω στὸ σταυρὸ καὶ μέσα στοὺς φοβεροὺς πόνους του ἀναζήτησε καὶ βρῆκε τὴ σωτηρία ἀπὸ τίς ἁμαρτίες του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μῖσος γιά το Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του, εἶναι ὁ καλλίτερος φίλος τοῦ Σατανᾶ, τὸ πιὸ ὀξὺ ἐργαλεῖο του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει φθόνο γιὰ τοὺς θεάρεστους ἀνθρώπους καὶ ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐγκληματίας καὶ Χριστοκτόνος, σὰν τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα καὶ σὰν τοὺς ἄλλους πρεσβυτέρους καὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπληστος, δὲ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ πιὸ στενὸς φίλος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ στὴ συντροφιὰ τῶν κακούργων, εἶναι ὁ Ἰούδας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρόνους κι ἔχει ἀδύναμη θέληση γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τοὺς δίκαιους, ὅταν φοβᾷται πολὺ γιὰ τὴ θέσῃ καὶ τίς ἀνέσεις του, σὲ σημεῖο ποὺ θὰ συμφωνήσει νὰ θανατώσει τοὺς δίκαιους, αὐτὸς εἶναι κακοῦργος σὰν τὸν Πιλάτο.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστατεῖ καὶ χύνει ἀνθρώπινο αἷμα, ἐνῶ ἄλλος ὑποφέρει ἐξαιτίας του, εἴτε ἀπὸ κακοδικία εἴτε ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων, εἶναι κι αὐτὸς κακοῦργος, ὅπως ὁ Βαραββάς.
“Ὀταν ὁ ἄνθρωπος βλασφημεῖ το Θεὸ σ’ ὅλη του τὴ ζωή, εἴτε μὲ λόγια εἴτε μὲ πράξεις, κι ἡ βλασφημία παραμένει στὸ στόμα τοῦ ὼς τὴν τελευταία του ἀναπνοή, αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ πνευματικὸς ἀδελφὸς τοῦ βλάσφημου κακούργου ποὺ συσταυρώθηκε μὲ τὸ Χριστό.
Εὐλογημένος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ, μ’ ὅλο ποὺ ὑποφέρει γιὰ τίς ἁμαρτίες του, δὲ βλασφημεῖ κανέναν ἄνθρωπο, δὲν ἔνοχοποιεὶ κανέναν, ἀλλὰ σκέφτεται μόνο τίς ἁμαρτίες του καὶ ἱκετεύει το Θεὸ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ σωτηρία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ ἕβδομος κακοῦργος ποὺ κατάλαβε πῶς τοῦ ἀξίζανε οἱ πόνοι του στὸ σταυρὸ γιὰ τίς ἁμαρτίες του ποὺ κατάλαβε πῶς ὁ Σωτῆρας μας ἦταν ἀθῶος καὶ πῶς δὲν τοῦ ἀξίζανε οἱ πόνοι ποὺ ὑπόφερε γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων γι’ αὐτὸ καὶ μετάνιωσε, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε νὰ μπεῖ πρῶτος στὸν παράδεισο τῆς αἰώνιας ζωῆς, μαζὶ μέ το Σωτῆρα μας.
Ἀπὸ τὸν κακοῦργο αὐτὸν μαθαίνουμε τὰ ἑξῆς: τὴ λυτρωτικὴ μετάνοια, ἔστω καὶ τὴν ἔσχατη στιγμὴ τοῦ θανάτου τὴ λυτρωτικὴ φύση τῆς προσευχῆς στὸ Θεὸ καὶ τὴν ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἀπαντᾷ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς κακοῦργος ἄφησε σὲ ὅλους μας ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα, ὅποια ἁμαρτία κι ἂν ἔχουμε κάνει, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἂν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό το Θεὸ καὶ συναριθμηθήκαμε μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Κάθε ἁμαρτία εἶναι ἔγκλημα ἐνάντια στὸ Θεό. Κι αὐτὸς ποὺ κάνει ἔστω καὶ μιὰ ἁμαρτία συναριθμεῖται μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, δηλαδὴ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σατανᾶ. “Ἄς μὴ γογγύσει κανεὶς λοιπόν, ἂς μὴ μεμψιμοιρήσει πῶς τὰ πάθη κι οἱ πόνοι του συντελοῦν στὴν ἀπώλεια κι ὄχι στὴ σωτηρία του. Μακάρι τὸ σκότος τῶν παθῶν του νὰ φωτιστεῖ μὲ τὴ θύμηση τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν προσευχή. Καὶ τότε οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ πάθη του δὲ θὰ συντελέσουν στὴν ἀπώλεια, ἀλλὰ στὴ σωτηρία του.
Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἐξετάσαμε ὅλους τοὺς κακούργους ποὺ βρίσκονταν κοντὰ στὸ Χριστό, τὸν Κύριο, ἂς σταματήσουμε γιὰ λίγο μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. “Ἄς δοῦμε πῶς φαίνεται Αὐτὸς ἀνάμεσα στοὺς κακούργους. Κυρίως ὅμως ἂς κοιτάξουμε προσεχτικὰ γιὰ λίγο τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή, ἐκεῖ ὅπου οἱ ἀποκαμωμένοι μαθητὲς Τοῦ κοιμούνταν, ἐνῶ ὁ Κύριος εἶχε γονατίσει καὶ προσευχόταν μὲ ἀγωνία.
Πάτερ, εἰ,εἶ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήαπ. ριον ἀπ’ ἐμοῦ πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω… ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. κβ’ 42,44).
Ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα, μ’ ὅλο ποὺ κατὰ καιροὺς δείχνει νὰ ὑπερισχύει πότε ἡ μιὰ καὶ πότε ἡ ἄλλη φύση. “Ὅταν τὸν βλέπουμε μικρὸ παιδὶ στὸ σπήλαιο, τὸν θεωροῦμε ἄνθρωπο. “Ὅταν τὸν παρατηροῦμε νὰ φεύγει στὴν Αἴγυπτο ἢ νὰ ἐργάζεται στὴ Ναζαρέτ, τὸν θεωροῦμε καὶ πάλι ἄνθρωπο. “Ὅταν τὸν βλέπουμε νὰ πεινάει καὶ νὰ διψάει, στὰ μάτια μας εἶναι καὶ πάλι ἄνθρωπος. Ὅταν ὅμως τὸν ἀτενίζουμε ν’ ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς, νὰ πολλαπλασιάζει τοὺς ἄρτους, νὰ θεραπεύει τοὺς δαιμονισμένους καὶ τοὺς λεπρούς, νὰ ἤρεμέί την καταιγίδα, νὰ σταματα τὸν ἄνεμο καὶ νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ σὰν σὲ στέρεο ἔδαφος, τότε δὲ βλέπουμε ἄνθρωπο, ἀλλὰ Θεό. Στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανὴ τὸν βλέπουμε ὡς Θεὸ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ὡς Θεό, γιατί ἂν καὶ τρεῖς ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἀνθρώπους στὸν κόσμο, οἱ τρεῖς πρῶτοι ἀπόστολοί Τοῦ, δὲν ἄντεξαν καὶ κοιμήθηκαν ἀπὸ τὴν κούραση, Ἐκεῖνος ἀντέχει, παραμένει ἄγρυπνος καὶ προσεύχεται γονατιστός. Τὸν βλέπουμε σὰν Θεό, γιατί ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε ἢ θὰ τολμοῦσε νὰ μιλάει στὸ Θεὸ ὅπως μιλάει κανεὶς στὸν πατέρα του, ἐκτὸς ἀπό το Μονογενῆ Του Υἱό, ποὺ σὰν Υἱὸς γνώριζε ὅτι ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα Του, ἑνωμένος μαζί Του; Τὸν βλέπουμε σὰν Θεό, γιατί ποιός ἄλλος ἀπὸ τοὺς θνητοὺς θὰ τολμοῦσε νὰ πεῖ ὅτι, μ’ ἕνα Του λόγο θὰ μποροῦσε νὰ καλέσει κοντά Του δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων (βλ. Ματθ. κστ’53); Τὸν βλέπουμε σὰν ἄνθρωπο ἐπειδὴ γονατίζει στὸ ἔδαφος, ἱδρώνει ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ἀγωνίζεται ἔσωτερικά, φοβᾷται τὰ πάθη καὶ τὸ θάνατο καὶ προσεύχεται γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ πικρὸ ποτήρι τῶν βασάνων.
Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψει καὶ νὰ ἐκτιμήσει τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ τὴν τρομερὴ ἐκείνη νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴ σταύρωση, τὴν ὥρα ποὺ ὑπόφερε ψυχικὰ καὶ σωματικά; Ἄν στὸ σταυρὸ καὶ σωματικὸς πόνος ἦταν μεγαλύτερος, ἐδῶ τὸ μεγαλύτερο πόνο τὸν εἶχε ἡ ψυχή Του. “Ὁ εὐαγγελιστὴς γράφει πῶς εἶχε ἀγωνία. Αὐτὴ εἶναι ἐσωτερικὴ ἀγωνία, τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή Του ποὺ ζητᾷ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Εἶναι ἕνας μυστικὸς διάλογος τοῦ Ἀνθρώπου μὲ τὸν ἀόρατο Πατέρα Του, στὸν ὁποῖο διάλογο κρέμεται ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὁλόκληρος ὁ δημιουργημένος κόσμος, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος του. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔχουμε τὰ φοβερὰ πάθη τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ χύνει τὸν ἱδρῶτα σὰν θρόμβους ἀπὸ αἷμα μέσα στὴν κρύα νύχτα. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔχουμε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ δυὸ αὐτὰ συγκρούονταν μεταξύ τους κι ἔπρεπε νὰ συμφωνήσουν. Ὁ “Ἀνθρωπος ἔλεγε: εἰ,εἶ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ’ ἔμουο Θεάνθρωπος, ὁ ὑπάκουος Υἱός, πρόσθετες πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Κι ὁ Θεὸς ἀποφάσισε πῶς τὸ ποτήριο ἔπρεπε νὰ τὸ πιεῖ ὁ Υἱός Του.
Ὅταν ὁ “Ἀνθρωπος δέχτηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχὴ Τοῦ εἰρήνεψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ εἰρήνη ἄγνωστη στὴ γῆ. Δὲν μποροῦσε νὰ τὴν διακόψει οὔτε ἡ προδοσία οὔτε οἱ ἔμπτυσμοί, οἱ ἔμπαιγμοί, οἱ κολαφισμοί, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὰ ψεύδη, οἱ συκοφαντίες, ἡ ἀχαριστία κι οἱ πόνοι Του στὸ σταυρό. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατάφερε τὴ μεγαλύτερη νίκη Του ἐνάντια στὸ Σατανᾶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή. Καὶ τὸ κατόρθωσε αὐτὸ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ τὴν παρακοή του στὸ Θεὸ ὁ Ἀδὰμ νικήθηκε ἀπό το Σατανᾶ. Μὲ τὴν ὑπακοή Του στὸ Θεὸ ὁ Χριστὸς κατατρόπωσε τὸ Σατανᾶ καὶ χάρισε τὴ σωτηρία στὸν Ἀδὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του. Στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ ὁ Σατανᾶς νίκησε τὸν ἄνθρωπο. Στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανὴ ὁ “Ἀνθρωπος νίκησε το Σατανᾶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ σύγκρουση ποὺ ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει ἄνθρωπος-νικητής, ὄχι ὁ Θεός, ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν μπροστά τους τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῆς σύγκρουσης καὶ τῆς νίκης – παράδειγμα ἀνθρώπινο, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ μιμηθοῦν. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἄφησε τὸν Ἄνθρωπο Ἰησοῦ ν’ ἀγωνιστεῖ καὶ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸ Σατανᾶ κι ὅλες του τίς δυνάμεις. Ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτει ἡ μεγάλη ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κραυγὴ παρενεγκεϊν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἱδρῶτας ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος ποὺ κυλοῦσαν στὸ πρόσωπό Του. “Ἄν ὅμως τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύναμο, τὸ πνεῦμα εἶναι δυνατό. Καὶ τὸ πνεῦμα ἐξέρχεται νικηφόρο, πρῶτα γιατί κυριαρχεῖ στὸ σῶμα κι ἔπειτα στὸ Σατανᾶ.
Ἴσως ὁ Σατανᾶς νὰ μὴν μπόρεσε νὰ δεχτεῖ πῶς νικήθηκε κατὰ κράτος στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή, γι’ αὐτὸ καὶ συνέχισε νὰ χαίρεται μὲ τοὺς ἔμπαιγμοὺς ποὺ δέχτηκε ὁ Χριστός, μὲ τὴ σταύρωση καί το θάνατο. Ὅταν ὁ Χριστὸς ὅμως μέσα ἀπό το θάνατο καὶ τὸν τάφο Του κατέβηκε σὰν κεραυνὸς στὸν “Ἀδη, στὸ βασίλειο τοῦ Σατανᾶ, αὐτὸς συνειδητοποίησε πῶς ἡ φαινομενικὴ νίκη του στὸ Γολγοθᾶ ἦταν ἁπλᾶ τὸ μεσουράνημα τῆς ἥττας του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς σὰν ἄνθρωπος πεινοῦσε καὶ διψοῦσε, ἀγωνιοῦσε, ἔτρωγε καὶ κοιμόταν, περπατοῦσε, μιλοῦσε, ἔκλαιγε καὶ χαιρόταν, ἔτσι καὶ ἔπαθε ὼς ἄνθρωπος. Κανένας μας λοιπὸν ἂς μὴν πεῖ πῶς «τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ ὑποφέρει, ἀφοῦ ἦταν Θεὸς ἐγὼ πῶς ν’ ἀντέξω αὐτὰ τὰ πάθη;» Αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ἄδεια, κενά, προέρχονται ἀπὸ ἄγνοια καὶ χαυνότητα τοῦ νοῦ. Τὰ πάθη δὲν ἦταν εὔκολα γιὰ τὸ Χριστό, γιατί δὲν ὑπόφερε ὡς Θεός, ἀλλ’ ὼς ἄνθρωπος. Πρέπει νὰ ποῦμε ἀκόμα πῶς τὰ πάθη ἦταν σκληρότερα γι’ Αὐτὸν ποὺ ἦταν ἀθῶος, παρὰ γιά μας ποὺ εἴμαστε ἔνοχοι κι ἁμαρτωλοί. Ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ πῶς ὅταν ἐμεῖς ὑποφέρουμε, εἶναι γιὰ τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ὑπόφερε ἐπειδὴ ἔφταιγε, γιὰ τίς δικές του ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιὰ τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. “Ὅταν μιὰ ἁμαρτία ἦταν ἀρκετὴ νὰ προκαλέσει θάνατο στὸν Ἀδάμ, ὅταν μιὰ ἁμαρτία ἦταν ἀρκετὴ νὰ σημαδέψει γιὰ πάντα τὸ μέτωπο τοῦ Κάϊν, ὅταν γιὰ δυὸ ἢ τρεὶς ἁμαρτίες ὁ Δαβὶδ ὑπόφερε τόσο πολύ, ὅταν γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες καταστράφηκε ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ αἰχμαλωτίστηκε ὁ Ἰσραήλ, τότε μπορεῖς νὰ φανταστεῖς πόσο ἔπρεπε νὰ ὑποφέρει Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν φορτωμένος μὲ βουνὰ ὁλόκληρα ἀπὸ τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ εἶχε φορτωθεῖ στοὺς ὤμους Του!
Αὐτὲς ἦταν φοβερὲς ἁμαρτίες. “Ἁμαρτίες ποὺ ἔκαναν τη γῆ ν’ ἀνοίξει καὶ νὰ καταπιεῖ ἀνθρώπους καὶ κτήνη. “Ἁμαρτίες ποὺ προκάλεσαν τὸν ἀφανισμὸ ὁλόκληρων πόλεων καὶ λαῶν. Ἁμαρτίες ποὺ ἔγιναν αἰτίες γιὰ τὸν κατακλυσμό, γιὰ λιμούς, ξηρασίες, λοιμοὺς κι ἐπιδρομὲς ἀπὸ ἀκρίδες καὶ κάμπιες. Ἁμαρτίες ποὺ ἔγιναν αἰτίες νὰ γίνουν πόλεμοι ἀνάμεσα σὲ ἔθνη, μὲ μεγάλες ἀπώλειες καὶ καταστροφές. “Ἁμαρτίες ποὺ ἄνοιξαν τίς πύλες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς γιὰ νὰ μποῦν οἱ πονηροὶ δαίμονες. Ἁμαρτίες ποὺ σκότισαν τὸν ἥλιο, τάραξαν τὴ θάλασσα καὶ στέγνωσαν ποτάμια. Τί νόημα ἔχει νὰ τ’ ἄπαριθμήσουμε ὅλα; Μπορεῖ νὰ μετρήσει κανεὶς τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας ἢ τὰ χόρτα τῶν κάμπων; “Ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες, ποῦ καθεμιὰ τοὺς εἶναι τόσο θανατηφόρα ὅσο τὸ δηλητήριο τοῦ πιὸ φαρμακερου φιδιοῦ (τὰ γὰρ όψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος), τίς φορτώθηκε στοὺς ὤμους Του ὁ ἀθῶος “Ἀνθρωπος Ἰησοῦς. Τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἔλαβε. Εἶναι περίεργο λοιπὸν ποὺ ὁ ἱδρῶτας Του ἔτρεχε ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος; Εἶναι περίεργο ποὺ ὡς ἄνθρωπος ζητοῦσε παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τίς ἀποθανεῖται… ἀλλά… ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. ἐ7-8).
Φαντάσου νὰ σὲ τοποθετοῦσαν σὲ ἰκρίωμα γιὰ χάρη κάποιου δίκαιου ἀνθρώπου, ἀναλογίσου πόσο δύσκολο θὰ ἦταν. Καὶ φαντάσου μετὰ νὰ σὲ τοποθετοῦσαν πάλι σὲ ἰκρίωμα γιὰ χάρη κάποιου κακούργου, ποὺ εἶχε ἐγκληματίσει σὲ βάρος σου. Σκέψου νὰ σὲ καταδίκαζαν σὲ θάνατο γιὰ νὰ σωθεῖ αὐτός. Καὶ μόνο μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ θὰ ἱδρώσεις… Μόνο τότε θὰ πάρεις κάποια ἰδέα γιὰ τὸν ἱδρῶτα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔτρεχε ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος. Καὶ τότε, τρομοκρατημένος καὶ φτάνοντας στὰ ὅρια τῆς ἀπόγνωσης, θὰ ἔκραζες δυνατά: Ἴδε ὁ Ἀνθρωπος, ποῦ εἶναι Θεός!
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος!», κραύγασε ὁ Πιλάτος στὸν Iουδαϊκὸ ὄχλο, ὅταν τοὺς παρουσίασε τὸ Χριστὸ ποῦ Ἡ φοροῦσε τὸ ἀγκάθινο στεφάνι καὶ τὸ πορφυρὸ ἱμάτιο. Γιατί τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Πιλάτος; Ἦταν ἀπὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἐπιβλητικότητα, τὴ γαλήνη καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ, ἢ μὲ σκοπὸ νὰ προκαλέσει τὴ συμπάθεια τῶν Ἰουδαίων; Ἴσως καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο.”Ἄς κραυγάσουμε κι ἐμεῖς μὲ θαυμασμό: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος!» Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικός, ὁ ἀληθινὸς καὶ ἔνδοξος “Ἀνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ὅπως τὸν εἶχε στὸ νοῦ Του ὁ Θεὸς ὅταν ἔπλασε τὸν Ἀδάμ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνθρωπος, πρᾶος, ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο προτοῦ ἁμαρτήσει καὶ ἐκβληθεὶ ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ “Ἀνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει φθόνο καὶ κακία, ποὺ ἔχει ἀδιατάραχτη γαλήνη μέσα στὴν καταιγίδα τοῦ μίσους καὶ τῆς κακίας ποὺ προκαλοῦν ἄνθρωποι καὶ δαίμονες! Τὴ μάχη Του τὴν ἔδωσε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναφώνησε γιὰ τρίτη φορὰ πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω, ἡ ψυχὴ Τοῦ εἰρήνεψε. Ἡ εἰρήνη αὐτὴ τὸν κάλυψε ὁλόκληρον μὲ μιὰ ἐπιβλητικότητα ποὺ προκάλεσε τοὺς Ἰουδαίους κι ἔκανε τὸν Πιλάτο νὰ τὸν θαυμάσει. Παρέδωσε τὸ σῶμα του στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὅπως λίγο ἀργότερα θὰ παρέδινε τὸ πνεῦμα Του στὰ χέρια Του. Ὑπόταξε ὁλοκληρωτικὰ τὸ ἀνθρώπινο θέλημά Τοῦ στὸ θεϊκὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα Του. Χωρὶς νὰ εὐχηθεῖ τὸ κακὸ γιὰ κανέναν ἄνθρωπο, ὁ Ἀθῶος Ἀμνὸς γονάτισε ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ στὸ δρόμο γιὰ τὸ Γολγοθᾶ. Δὲν ἦταν τόσο τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ, ὅσο οἱ ἁμαρτίες τοῦ κόσμου ὁλόκληρου ποῦ βάραιναν. Οἱ ἁμαρτίες ποὺ θὰ καρφώνονταν μαζὶ μὲ τὸ σῶμα του στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ.
Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εὐχόταν κακὸ γιὰ κανέναν ἄνθρωπο τὴ φοβερὴ αὐτὴ στιγμή; Μὲ αὐτὸ εἴπαμε τὸ μισὸ μόνο. Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο δὲν ἤθελε τὸ κακό, ἀλλὰ εὐχόταν τὸ καλὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλη τὴ φύση. Ἀκόμα καὶ τώρα ὅμως δὲν εἴπαμε ὅλη τὴν ἀλήθεια. Ὄχι μόνο εὐχήθηκε τὸ καλό, ἀλλὰ ἐργάστηκε γιὰ τὸ καλὸ ὅλων ὼς τὴν τελευταία Του ἀναπνοή. Καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἀκόμα ἐργαζόταν γιὰ τὸ καλὸ ὅλων, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του. “Ὅ,τι μποροῦσε νὰ κάνει γι’ αὐτούς, ἀκόμα καὶ μέσα στοὺς πόνους ποὺ ὑπόφερε πάνω στὸ σταυρό, τὸ ἔκανε: Συχώρεσε τὴν ἁμαρτία τους.
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ,οὗ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ’34). Αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλᾶ καλὰ λόγια, ἀλλὰ σωστὸ ἔργο, τὸ μέγιστο καλὸ ἔργο ποὺ μποροῦν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸ Θεὸ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Πάνω στὸ σταυρό, ἐνῶ ὁ θάνατος καραδοκοῦσε κι εἶχαν καμφθεῖ ἀπὸ τὸν πόνο, ὁ Κύριος πλημμύριζε ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον Του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Συγχωρεῖ τὴν ἄγνοιά τους. Προσεύχεται γιὰ τοὺς κακούργους ποὺ τὸν κάρφωσαν στὸ σταυρὸ καὶ τὸν κέντησαν μὲ τὴ λόγχη.
Τὴν ὥρα τῆς σταύρωσης ὁ Χριστὸς τήρησε τίς μεγάλες ἐντολὲς ποὺ εἶχε δώσει στοὺς ἀνθρώπους: ἐντολὲς γιὰ ἀδιάλειπτη προσευχή, γιὰ ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα. Ποιός ἔπεσε ποτὲ στὰ χέρια κακούργων καὶ προσευχήθηκε γι’ αὐτούς, γιὰ τὴ σωτηρία τους, ποιός συχώρεσε τίς κακουργίες τους; Ἀκόμα κι οἱ καλλίτεροι ἄνθρωποι, ὅταν πέσουν στὰ χέρια κακούργων προσεύχονται στὸ Θεὸ γιὰ τὴ δική τους σωτηρία, σκέφτονται τὸ δικό τους καλό, ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν δικαιολογοῦν. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα κι ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος δὲ θὰ σήκωνε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔβλαψαν. “Ὅλοι τους θὰ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ ἐκδικηθεῖ ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔκαναν κακό. Νὰ ὅμως ποὺ ὁ Κύριος συγχωρεῖ τοὺς ἐχθρούς, νοιάζεται γι’ αὐτούς. Τοὺς συγχωρεῖ καὶ προσεύχεται γι’ αὐτούς.
Ἐμεῖς πόσα μικροπράγματα δὲ θυμόμαστε καὶ τὰ παίρνουμε γιὰ κακά! Γιὰ πόσα μικροπράγματα δὲν ζητᾶμε ὀργισμένοι ἐκδίκηση! Καὶ τὸ κάνουμε ἐμεῖς αὐτό, ποῦ κάθε μέρα παροργίζουμε το Θεό, παραβαίνουμε τίς ἐντολές του μὲ τίς ἀκάθαρτες σκέψεις μας, μὲ ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες καὶ ἐφάμαρτες πράξεις. Κανένας μᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἄνθρωπος, ἂν δὲν ἀγαπᾷ το συνάνθρωπό του. Ἀπὸ μόνη της ἡ ἀγάπη γιά το συνάνθρωπό μας μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ἀνθρώπους πραγματικούς, ἀληθινούς. Ἄδικα κοιτάζουμε τὸν Κύριο στὸ σταυρό, μάταια ἀκοῦμε τὴν τελευταία του προσευχὴ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἂν δὲν ἔχουμε ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας κι ἀνήκουμε στὴν ὁμάδα τῶν κακούργων ποὺ τὸν καταδίκασαν ἄδικα σὲ θάνατο. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν περιοριστοῦμε μόνο στὸ νὰ θαυμάζουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. “Ὁ θαυμασμός μας αὐτὸς πρέπει νὰ μᾶς γεμίσει ντροπή, ἂν σκεφτοῦμε πόσο ἀφορᾷ κι ἐμᾶς ἡ προσευχή Του ἀπό το σταυρό.
«Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος», λέει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. “Ἄν δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ μετρήσουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης ποὺ ἔχει ὁ Κύριος Ἰησοῦς γιά μας, ἂς προσπαθήσουμε νὰ μετρήσουμε τὸ μέγεθος τοῦ πάθους Του γιὰ μας.τα πάθη Του ἦταν τόσο μεγάλα καὶ τόσο φοβερά, ὥστε ἀκόμα κι ἡ γῆ τὰ ἔνιωσε καὶ σείστηκε ὁ ἥλιος τὰ ἔνιωσε καὶ σκοτίστηκε τὰ ὄρη καὶ κομματιάστηκαν τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ καὶ σχίστηκε στὰ δύο: τα μνήματα καὶ ἄνοιξαν οἱ νεκροὶ καὶ βγῆκαν ἀπὸ τοὺς τάφους τους: ὁ κεντυρίων ποὺ βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸ στραυρὸ κι ὁμολόγησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ· ὁ λῃστὴς στὸ σταυρὸ καὶ μετάνοιωσε.
Εἴθε οἱ καρδιές μας νὰ μὴ γίνουν πιὸ τυφλὲς ἀπὸ τὴ γῆ, πιὸ σκληρὲς ἀπὸ τὰ ὄρη, πιὸ ἀναίσθητες ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ πιὸ νεκρὲς ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Εἴθε νὰ μετανιώσουμε ὅπως ὁ λῃστὴς στὸ σταυρό, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ κεντυρίων του Πιλάτου κάτω ἀπό το σταυρό. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἁγίους ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές μας, νὰ λυτρωθοῦμε ἀπό το θάνατο μὲ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τίς ἁμαρτίες μας μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του, ν’ ἀξιωθοῦμε νὰ μᾶς ἀγκαλιάσουν τὰ ἄχραντα χέρια Του ποῦ ἁπλώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ νὰ μποῦμε στὴν αἰώνια βασιλεία Του.
Ὅποιος τ’ ἀμελεῖ αὐτά, σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ θὰ παραμείνει μὲ τὴν ἀπαίσια συντροφιὰ τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ θά ‘χει τὴ θέση του δίπλα στὸν ἀμετανόητο λῃστή, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. “Ἄν κι ὁ Θεὸς ἔζησε κάποτε στὴ γῆ ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, στὸν οὐρανὸ δὲ θὰ εἶναι ποτὲ μαζί τους.
Ἄς σκύψουμε λοιπὸν κι ἂς προσκυνήσουμε τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ τίς ἁμαρτίες μας. Ἄς τὸν ὁμολογήσουμε κι ἂς δοξάσουμε τὸ ἅγιο ὄνομά Του. Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα κι ὁ ὕμνος, στὸν ἀληθινὸ Ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.