390
Ἐγὼ εἶχα μία ξαδέρφη, ἡ ὁποία ἔπαθε τὸ μυαλό της καὶ ὑπέφερε, νὰ ποῦμε. Περίπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια πέθανε. Πιστεύσατέ με, τὴν εἶδα μέσα στὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων· μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ὑμνολογοῦσε τὴν Ἁγία Τριάδα! Ἀκοῦτε; Λίγη ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε στὴ λύπη, στὴ θλίψη. Δὲν μποροῦσε, εἶχε ἔτσι σὰν μία παραλυσία καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε τὸν ἑαυτό της νὰ περιποιηθεῖ. Καὶ ἐν τούτοις ὅμως τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν πειρασμό, ποὺ τὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς βέβαια, καὶ ποῦ τὴν ἀξίωσε ὁ Θεός! Μέσα στὰ ἀγγελικὰ τάγματα, μέσα κι αὐτή. Βρέ, Βασιλική, λέω, τέτοια δόξα ἠξιώθη! Ὑμνολογοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὴν Ἁγία Τριάδα.