Σε έναν μεγάλο κήπο υπήρχε ένα δέντρο που δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένο.
Οι ρίζες του ήταν βαθιές, το χώμα γόνιμο, ο ήλιος άφθονος… μα το δέντρο πάντα κάτι ήθελε διαφορετικό.
Την άνοιξη έλεγε:
«Πόσα άνθη… Μακάρι να είχα καρπούς σαν τις μηλιές.»
Το καλοκαίρι παραπονιόταν:
«Πολύ ζέστη. Μακάρι να ήμουν σε μέρος πιο δροσερό.»
Το φθινόπωρο διαμαρτυρόταν:
«Φεύγουν τα φύλλα μου. Μακάρι να ήμουν σαν τα έλατα που μένουν πάντα πράσινα.»
Τον χειμώνα στεναχωριόταν:
«Πόσο κρύο… τα πουλιά χάθηκαν. Μακάρι να ήμουν πιο νότια.»
Μια μέρα, το άκουσε ο Άνεμος, που ταξίδευε παντού.
Του είπε τότε:
-Αν θέλεις, μπορώ να σε πάρω εγώ όπου θες.
Το δέντρο, ενθουσιασμένο, συμφώνησε.
Ο Άνεμος φύσηξε δυνατά, τόσο που έσπασε τις ρίζες του και το σήκωσε ψηλά.
Το πήγε σε βράχια: το δέντρο διψούσε.
Το πήγε σε έλη: το δέντρο πνιγόταν.
Το πήγε σε βουνά: το δέντρο πάγωνε.
Το πήγε σε ζούγκλες: το σκέπαζαν άλλα δέντρα και δεν έβλεπε φως.
Σε κάθε τόπο το δέντρο έλεγε:
«Αχ… πόσο μου λείπει το χώμα μου…»
Ο Άνεμος, βλέποντας τη λύπη του, το πήρε και το γύρισε στο σημείο από όπου ξεκίνησε.
Το δέντρο άγγιξε ξανά τη γη του.
Μύρισε το γνώριμο χώμα.
Ένιωσε τις ρίζες του να απλώνονται σαν να ξυπνούσαν από βαθύ ύπνο.
Και τότε κατάλαβε:
Δεν του έλειπε άλλος τόπος.
Εκεί που ήταν, είχε ήδη όλα όσα χρειαζόταν απλώς δεν το είχε δει.
Από εκείνη τη μέρα, το δέντρο δεν ζήλευε, δεν παραπονιόταν και δεν συγκρινόταν.
Άνθιζε με χαρά, σε κάθε εποχή, χωρίς φόβο πως κάπου αλλού θα ήταν καλύτερα.
Και ο Άνεμος, κάθε φορά που το επισκεπτόταν, το ρωτούσε χαμογελώντας:
– Θέλεις να φύγεις;
Και το δέντρο απαντούσε:
– Όχι. Τώρα πλέον μένω… και ευγνωμονώ.